ευρωπαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(15)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Ευρώπη]] ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή [[ιστορία]]» γ. «[[ευρωπαϊκός]] [[πολιτισμός]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ευρωπαϊκά</i><br />η ανδρική [[ενδυμασία]] με [[σακάκι]] και μακρύ [[παντελόνι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[φουστανέλα]], τη [[βράκα]] κ.λπ. τών παλαιών λαϊκών, εθνικών ενδυμασιών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ευρωπαϊκές Κοινότητες» ή «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» ή «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)<br />ο [[συνασπισμός]] τών κρατών της Δυτικής Ευρώπης που συνδέονται με πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες συνεργασίας με απώτερο στόχο τη [[συνένωση]] τών δυνάμεων τών κρατών-μελών και την [[παγίωση]] και [[διαφύλαξη]] της ειρήνης και ελευθερίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευρωπαϊκοί χοροί» — παλιότερη [[ονομασία]] τών χορών που είχαν εισαχθεί στην [[Ελλάδα]] από ευρωπαϊκές χώρες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους παραδοσιακούς εθνικούς χορούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρωπα</i>-<i>ίος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρωμαίος</i> &GT; [[ρωμαϊκός]], [[αρχαίος]] &GT; [[αρχαϊκός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό <i>Ευρωπαϊκός Ερανιστής</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Ευρώπη]] ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή [[ιστορία]]» γ. «[[ευρωπαϊκός]] [[πολιτισμός]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ευρωπαϊκά</i><br />η ανδρική [[ενδυμασία]] με [[σακάκι]] και μακρύ [[παντελόνι]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[φουστανέλα]], τη [[βράκα]] κ.λπ. τών παλαιών λαϊκών, εθνικών ενδυμασιών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ευρωπαϊκές Κοινότητες» ή «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» ή «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)<br />ο [[συνασπισμός]] τών κρατών της Δυτικής Ευρώπης που συνδέονται με πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες συνεργασίας με απώτερο στόχο τη [[συνένωση]] τών δυνάμεων τών κρατών-μελών και την [[παγίωση]] και [[διαφύλαξη]] της ειρήνης και ελευθερίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευρωπαϊκοί χοροί» — παλιότερη [[ονομασία]] τών χορών που είχαν εισαχθεί στην [[Ελλάδα]] από ευρωπαϊκές χώρες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους παραδοσιακούς εθνικούς χορούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρωπα</i>-<i>ίος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρωμαίος</i> > [[ρωμαϊκός]], [[αρχαίος]] > [[αρχαϊκός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό <i>Ευρωπαϊκός Ερανιστής</i>].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ευρώπη ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή ιστορία» γ. «ευρωπαϊκός πολιτισμός»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ευρωπαϊκά
η ανδρική ενδυμασία με σακάκι και μακρύ παντελόνι, σε αντιδιαστολή προς τη φουστανέλα, τη βράκα κ.λπ. τών παλαιών λαϊκών, εθνικών ενδυμασιών
3. φρ. «Ευρωπαϊκές Κοινότητες» ή «Ευρωπαϊκή Κοινότητα» ή «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)
ο συνασπισμός τών κρατών της Δυτικής Ευρώπης που συνδέονται με πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες συνεργασίας με απώτερο στόχο τη συνένωση τών δυνάμεων τών κρατών-μελών και την παγίωση και διαφύλαξη της ειρήνης και ελευθερίας
4. φρ. «ευρωπαϊκοί χοροί» — παλιότερη ονομασία τών χορών που είχαν εισαχθεί στην Ελλάδα από ευρωπαϊκές χώρες, σε αντιδιαστολή προς τους παραδοσιακούς εθνικούς χορούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωπα-ίος + κατάλ. -ικός, (πρβλ. ρωμαίος > ρωμαϊκός, αρχαίος > αρχαϊκός). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής].