ὀρόφινος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(29)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρόφινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όροφος</i> / [[οροφή]]<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με καλαμένια [[στέγη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀρ <span style="color: red;"><</span> ο&GT;φίνη<br />[[καλάμη]] μελίνης».
|mltxt=[[ὀρόφινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όροφος</i> / [[οροφή]]<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με καλαμένια [[στέγη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀρ <span style="color: red;"><</span> ο>φίνη<br />[[καλάμη]] μελίνης».
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρόφῐνος Medium diacritics: ὀρόφινος Low diacritics: ορόφινος Capitals: ΟΡΟΦΙΝΟΣ
Transliteration A: oróphinos Transliteration B: orophinos Transliteration C: orofinos Beta Code: o)ro/finos

English (LSJ)

η, ον,

   A roofed with reeds, Aen.Tact.32.8 ; cf. ὀρ<ο>φίνη· καλάμη μελίνης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 386] mit Rohr bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόφῐνος: -η, -ον, κεκαλυμμένος διὰ καλάμων ἢ πεποιημένος ἐκ καλάμων, Αἰν. Τακτ. 32. {{grml |mltxt=ὀρόφινος, -ίνη, -ον (Α) [[όροφος / οροφή
1. σκεπασμένος με καλαμένια στέγη
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρ < ο>φίνη
καλάμη μελίνης». }}