κέρβερος: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=κέρβερος, ὁ,<br />[[Cerberus]], the [[fifty]]-headed dog of [[Hades]], [[which]] [[guarded]] the [[gate]] of the [[nether]] [[world]], Hes.; [[later]], with [[three]] heads or bodies, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 January 2019
Greek Monolingual
ο (Α κέρβερος)
ως κύριο όν. ο Κέρβερος
μυθικό τέρας που είχε σώμα σκύλου, ένα ή περισσότερα κεφάλια και, αντί για ουρά, φίδι, τρομερός φύλακας τών πυλών του Άδη, ενώ αργότερα λεγόταν ότι είχε τρία σώματα
νεοελλ.
μτφ. αυστηρός και άγρυπνος επιτηρητής ή φύλακας («στάθηκε σαν κέρβερος από πάνω μου και δεν μπορούσα να κουβεντιάσω»)
αρχ.
1. ονομασία και άλλων σκύλων («ἔνδοξος δὲ καὶ ὁ Ἠπειρωτικὸς Κέρβερος καὶ ὁ Ἀλεξάνδρου», Πολυδ.)
2. ονομασία πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολη η σύνδεση του με τα αρχ. ινδ. karbara-, śarvara, śabala- «στικτός, παρδαλός», μολονότι κι αυτά αναφέρονται σε ανάλογες περιπτώσεις σκύλων της ινδικής μυθολογίας. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, την οποία ενδεχομένως δανείστηκε και η Αρχαία Ινδική].
Middle Liddell
κέρβερος, ὁ,
Cerberus, the fifty-headed dog of Hades, which guarded the gate of the nether world, Hes.; later, with three heads or bodies, Eur.