δάος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(1a)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> (για άλογα) γρήγορος («ἦταν [[δάος]] ὁ μαῡρος του», <i>Διγενής</i>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) [[άλογο]] («[[πάλιν]] ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλογα τοῡ δάου» — [[γρήγορα]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον Ησύχιο παραδίδεται [[δάος]] «[[λύκος]]» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. [[δάος]] συνεκδοχικά με τη σημ. <i>αγγάριος</i> («ταχυδρομικό [[άλογο]]»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. [[δάος]] [[είναι]] η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. <i>dagh</i>].<br /><b>(II)</b><br />δᾷος, -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].<br /><b>(III)</b><br />[[δάος]] (δάεος), το (Α) [[δαίω]]<br />[[δάδα]], [[πυρσός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> (για άλογα) γρήγορος («ἦταν [[δάος]] ὁ μαῡρος του», <i>Διγενής</i>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) [[άλογο]] («[[πάλιν]] ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλογα τοῦ δάου» — [[γρήγορα]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον Ησύχιο παραδίδεται [[δάος]] «[[λύκος]]» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. [[δάος]] συνεκδοχικά με τη σημ. <i>αγγάριος</i> («ταχυδρομικό [[άλογο]]»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. [[δάος]] [[είναι]] η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. <i>dagh</i>].<br /><b>(II)</b><br />δᾷος, -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].<br /><b>(III)</b><br />[[δάος]] (δάεος), το (Α) [[δαίω]]<br />[[δάδα]], [[πυρσός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάος Medium diacritics: δάος Low diacritics: δάος Capitals: ΔΑΟΣ
Transliteration A: dáos Transliteration B: daos Transliteration C: daos Beta Code: da/os

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (δαίω)

   A = δαΐς, δαλός, firebrand, torch, Il.24.647, Od.4.300, Q.S.9.454:—also δάος, ὁ, JHS32.163 (iii A.D.).    II Phryg., = λύκος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 522] τό, Feuerbrand, Fackel; entstanden aus λα'Fοσ, von δαίω »brennen«; vgl. δαΐς, δαλός. Homer hat δάος fünfmal: δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι (ἔχουσα) Odyss. 4, 300. 7, 339. 22, 497. 23, 294 Iliad. 24, 647. – Qu. Sm 9, 454.

Greek (Liddell-Scott)

δάος: [ᾰ], εος, τό, (δαίω, συγγενὲς τῷ φάος) = δαΐς, δαλός, ξύλον ἡμίκαυστον, Ὅμ., ἴδε ἐν Ὀδ., π.χ. Δ. 300.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
torche, flambeau.
Étymologie: δαίω.

English (Autenrieth)

τὀ (δαί Od. 24.1): firebrand, torch. (See cut.)

Spanish (DGE)

frig. λύκος Hsch.
-ου, ὁ antorcha, JHS 32.1912.163.3 (III d.C.). < δάος δάος· > δάος, -εος, τό
1 antorcha, Il.24.647, Od.4.300, Q.S.9.454.
2 madera resinosa, trozo de madera resinosade la que se extrae la pez ὑποτμήγων λιπαρὸν δ. Q.S.9.454.

• Etimología: De *δάϝος < *d°H2os, cf. 1 δαίω.

Greek Monolingual

(I)
δάος, -ον (Μ)
1. (για άλογα) γρήγορος («ἦταν δάος ὁ μαῡρος του», Διγενής)
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) άλογοπάλιν ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)
3. φρ. «ἄλογα τοῦ δάου» — γρήγορα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Ησύχιο παραδίδεται δάος «λύκος» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. δάος συνεκδοχικά με τη σημ. αγγάριος («ταχυδρομικό άλογο»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. δάος είναι η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. dagh].
(II)
δᾷος, -α, -ον (Α)
βλ. δήιος.
(III)
δάος (δάεος), το (Α) δαίω
δάδα, πυρσός.

Greek Monotonic

δάος: [ᾰ]εος τό (δαίω Α), φλεγόμενος δαυλός, πυρσός, δάδα, φλόγα, λαμπάδα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δάος: εος (ᾰ) τό факел Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάος -ους, zonder contr. -εος, τό [δαίω] fakkel, toorts.

Frisk Etymological English

See also: s. δαίω.

Middle Liddell

[δαίω1]
a firebrand, torch, Hom.