πλημμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράπτωμα]], [[σφάλμα]] («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[αδίκημα]] που επισύρει [[ποινή]] φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 [[χρόνια]] ή [[ποινή]] χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον [[συνήθως]], σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]], προκειμένου για εφήβους.
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράπτωμα]], [[σφάλμα]] («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα», Αισχίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[αδίκημα]] που επισύρει [[ποινή]] φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 [[χρόνια]] ή [[ποινή]] χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον [[συνήθως]], σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]], προκειμένου για εφήβους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:51, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλημα Medium diacritics: πλημμέλημα Low diacritics: πλημμέλημα Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: plēmmélēma Transliteration B: plēmmelēma Transliteration C: plimmelima Beta Code: plhmme/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fault, trespass, εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. LXXJe.2.5, Phld.Rh. 1.188 S. (pl.), Gal.Anim.Pass.2.3 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 633] τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλημα: τό, παράπτωμα, ἁμαρτία, εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faute, offense;
2 gain illégitime.
Étymologie: πλημμελέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πλημμελώ
παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα», Αισχίν.)
νεοελλ.
κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον συνήθως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου για εφήβους.

Greek Monotonic

πλημμέλημα: -ατος, τό, παράπτωμα, αμαρτία, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

πλημμέλημα: ατος τό
1) ошибка, неправильность (τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.);
2) противозаконная нажива Isocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλημμέλημα -ατος, τό [πλημμελέω] wandaad, misdaad.

Middle Liddell

πλημμέλημα, ατος, τό, [from πλημμελέω
a fault, trespass, Aeschin.