Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῡ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάστομος]], -ον ΝΑ<br />([[ιδίως]] για ποταμούς) αυτός που έχει [[πέντε]] στόμια, [[δηλαδή]] [[πέντε]] εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10 ; of the Ister, Id.4.47 ; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.