προσέλευση: Difference between revisions
From LSJ
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προσέλευσις]], -εύσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έλευση]], [[άφιξη]]<br /><b>2.</b> [[ερχομός]], [[προσέγγιση]] (α. «η [[προσέλευση]] τών επισήμων στη [[δοξολογία]] καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η [[προσέλευση]] τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη [[νύχτα]]» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετά]] από [[πρόσκληση]] [[εμφάνιση]], [[παρουσίαση]] («η [[προσέλευση]] τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίθεση]], [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[πρόσβαση]] σε αυτοκράτορα ως [[ικέτης]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[ικεσία]]<br /><b>4.</b> [[είσοδος]] («ἡ [[προσέλευσις]] | |mltxt=η / [[προσέλευσις]], -εύσεως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[έλευση]], [[άφιξη]]<br /><b>2.</b> [[ερχομός]], [[προσέγγιση]] (α. «η [[προσέλευση]] τών επισήμων στη [[δοξολογία]] καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η [[προσέλευση]] τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη [[νύχτα]]» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετά]] από [[πρόσκληση]] [[εμφάνιση]], [[παρουσίαση]] («η [[προσέλευση]] τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίθεση]], [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[πρόσβαση]] σε αυτοκράτορα ως [[ικέτης]]<br /><b>3.</b> [[παράκληση]], [[ικεσία]]<br /><b>4.</b> [[είσοδος]] («ἡ [[προσέλευσις]] τοῦ περιβόλου», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔλευσις]] «[[ερχομός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[έλευσις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
Greek Monolingual
η / προσέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
1. έλευση, άφιξη
2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
η μετά από πρόσκληση εμφάνιση, παρουσίαση («η προσέλευση τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)
αρχ.
1. επίθεση, εισβολή
2. πρόσβαση σε αυτοκράτορα ως ικέτης
3. παράκληση, ικεσία
4. είσοδος («ἡ προσέλευσις τοῦ περιβόλου», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. προ-έλευσις)].