πύρνος: Difference between revisions

From LSJ
(2b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψωμός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τὸ [[ἀπόκλασμα]] τοῡ ἄρτου»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>πύρνοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη [[άποψη]], η λ. [[πύρνος]] προήλθε, με [[συγκοπή]], από το επίθ. <i>πῡρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πῡρός</i> «[[σίτος]]»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη [[συγκοπή]] όσο και η [[οξεία]] του τ. [[πύρνος]] [[αντί]] του αναμενόμενου <i>πῦρνος</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>eru</i>- «μασσώ, [[αλέθω]]» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>carvati</i> «[[συντρίβω]]», <i>c</i><i>ū</i><i>rna</i>- «[[αλεύρι]], [[σκόνη]]», [[καθώς]] και με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: [[πορύναν]]<br /><i>μαγίδα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαγίς]] «[[πλακούντας]], [[πίτα]]») και [[τορύνη]]<br /><i>σιτῶδές τι</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ψωμός]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «τὸ [[ἀπόκλασμα]] τοῦ ἄρτου»<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>πύρνοι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη [[άποψη]], η λ. [[πύρνος]] προήλθε, με [[συγκοπή]], από το επίθ. <i>πῡρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πῡρός</i> «[[σίτος]]»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη [[συγκοπή]] όσο και η [[οξεία]] του τ. [[πύρνος]] [[αντί]] του αναμενόμενου <i>πῦρνος</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>eru</i>- «μασσώ, [[αλέθω]]» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>carvati</i> «[[συντρίβω]]», <i>c</i><i>ū</i><i>rna</i>- «[[αλεύρι]], [[σκόνη]]», [[καθώς]] και με τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>: [[πορύναν]]<br /><i>μαγίδα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαγίς]] «[[πλακούντας]], [[πίτα]]») και [[τορύνη]]<br /><i>σιτῶδές τι</i>].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">ψωμός</b> H.; meaning already in antiquity debated; cf. e.g. H. (s. also above): <b class="b3">πύρνοι ζειαὶ καὶ σιτώδεις</b>(?). <b class="b3">η ὁ κατειργασμένος σῖτος</b>. <b class="b3">ἄλλοι χόρτος</b>, <b class="b3">ἄλλοι μαγίδα</b>; <b class="b3">πύρνα δρύφη</b>, <b class="b3">κλάσματα</b>, <b class="b3">σιτία</b>.<br />Other forms: <b class="b3">πύρνον</b> acc. sg. (ο 312, ρ 12: coordinated with <b class="b3">κοτύλήν</b>, Lyc. 639), <b class="b3">πύρνα</b> (<b class="b3">σῖτα</b> : <b class="b3">σῖτος</b>) acc. pl. (ρ 362), <b class="b3">φηγίνων πύρνων</b> gen. pl. (Lyc. 482).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">πυρνο-τόκος ἄρουρα</b> (Hymn. Is.).<br />Derivatives: <b class="b3">πύρνηται ἐσθίηται</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Obsolete word without etymology. By Fick BB 16, 284 compared with <b class="b3">πορύναν μαγίδα</b> and <b class="b3">τορύνη σιτῶδές τι</b> H., to which would also belong Skt. <b class="b2">cárvati</b> [[grind]], [[masticate]] with <b class="b2">cūrṇam</b> n. [[powder]], [[flour]]; so IE <b class="b2">*kʷeru-</b> (WP. 1, 519, Pok. 642), which requires for <b class="b3">τορύνη</b> an older <b class="b3">*τερύνα</b>. In this way a.o. the <b class="b3">υ-</b>vowel in <b class="b3">πύρνος</b> remains unclear; cf. Bechtel Lex. s.v. Acc. to Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 29 ff. (with sch. Od.) syncopated from <b class="b3">πύρινος</b> (from <b class="b3">πυρός</b> [[wheat]]); for several reasons contestable. -- Furnée 370 connects the word with Basque <b class="b2">ap(h)ur</b> [[crumb]], Bearn. [[purre]] <b class="b2">small bread of mais</b>; unreliable. But the word may well be Pre-Greek.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">ψωμός</b> H.; meaning already in antiquity debated; cf. e.g. H. (s. also above): <b class="b3">πύρνοι ζειαὶ καὶ σιτώδεις</b>(?). <b class="b3">η ὁ κατειργασμένος σῖτος</b>. <b class="b3">ἄλλοι χόρτος</b>, <b class="b3">ἄλλοι μαγίδα</b>; <b class="b3">πύρνα δρύφη</b>, <b class="b3">κλάσματα</b>, <b class="b3">σιτία</b>.<br />Other forms: <b class="b3">πύρνον</b> acc. sg. (ο 312, ρ 12: coordinated with <b class="b3">κοτύλήν</b>, Lyc. 639), <b class="b3">πύρνα</b> (<b class="b3">σῖτα</b> : <b class="b3">σῖτος</b>) acc. pl. (ρ 362), <b class="b3">φηγίνων πύρνων</b> gen. pl. (Lyc. 482).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">πυρνο-τόκος ἄρουρα</b> (Hymn. Is.).<br />Derivatives: <b class="b3">πύρνηται ἐσθίηται</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Obsolete word without etymology. By Fick BB 16, 284 compared with <b class="b3">πορύναν μαγίδα</b> and <b class="b3">τορύνη σιτῶδές τι</b> H., to which would also belong Skt. <b class="b2">cárvati</b> [[grind]], [[masticate]] with <b class="b2">cūrṇam</b> n. [[powder]], [[flour]]; so IE <b class="b2">*kʷeru-</b> (WP. 1, 519, Pok. 642), which requires for <b class="b3">τορύνη</b> an older <b class="b3">*τερύνα</b>. In this way a.o. the <b class="b3">υ-</b>vowel in <b class="b3">πύρνος</b> remains unclear; cf. Bechtel Lex. s.v. Acc. to Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 29 ff. (with sch. Od.) syncopated from <b class="b3">πύρινος</b> (from <b class="b3">πυρός</b> [[wheat]]); for several reasons contestable. -- Furnée 370 connects the word with Basque <b class="b2">ap(h)ur</b> [[crumb]], Bearn. [[purre]] <b class="b2">small bread of mais</b>; unreliable. But the word may well be Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 13:05, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρνος Medium diacritics: πύρνος Low diacritics: πύρνος Capitals: ΠΥΡΝΟΣ
Transliteration A: pýrnos Transliteration B: pyrnos Transliteration C: pyrnos Beta Code: pu/rnos

English (LSJ)

ὁ,= ψωμός, Id.: pl., expld. by ζειαὶ κνηστώδεις, ὁ κατειργασμένος σῖτος, χόρτος or μαγίς, Id.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, = πύρνον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ψωμός»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ἀπόκλασμα τοῦ ἄρτου»
3. στον πληθ. πύρνοι
(κατά τον Ησύχ.) «ζειαὶ κνηστώδεις, ἤ ὁ κατειργασμένος σῑτος, ἄλλοι χόρτας, ἄλλοι μαγίδα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη άποψη, η λ. πύρνος προήλθε, με συγκοπή, από το επίθ. πῡρινος (< πῡρός «σίτος»). Προβλήματα, όμως, γεννά τόσο η δυσερμήνευτη συγκοπή όσο και η οξεία του τ. πύρνος αντί του αναμενόμενου πῦρνος. Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kweru- «μασσώ, αλέθω» (με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. carvati «συντρίβω», cūrna- «αλεύρι, σκόνη», καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ.: πορύναν
μαγίδα (< μαγίς «πλακούντας, πίτα») και τορύνη
σιτῶδές τι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: ψωμός H.; meaning already in antiquity debated; cf. e.g. H. (s. also above): πύρνοι ζειαὶ καὶ σιτώδεις(?). η ὁ κατειργασμένος σῖτος. ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα; πύρνα δρύφη, κλάσματα, σιτία.
Other forms: πύρνον acc. sg. (ο 312, ρ 12: coordinated with κοτύλήν, Lyc. 639), πύρνα (σῖτα : σῖτος) acc. pl. (ρ 362), φηγίνων πύρνων gen. pl. (Lyc. 482).
Compounds: As 1. member in πυρνο-τόκος ἄρουρα (Hymn. Is.).
Derivatives: πύρνηται ἐσθίηται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Obsolete word without etymology. By Fick BB 16, 284 compared with πορύναν μαγίδα and τορύνη σιτῶδές τι H., to which would also belong Skt. cárvati grind, masticate with cūrṇam n. powder, flour; so IE *kʷeru- (WP. 1, 519, Pok. 642), which requires for τορύνη an older *τερύνα. In this way a.o. the υ-vowel in πύρνος remains unclear; cf. Bechtel Lex. s.v. Acc. to Szemerényi Syncope in Greek and I.-Eur. 29 ff. (with sch. Od.) syncopated from πύρινος (from πυρός wheat); for several reasons contestable. -- Furnée 370 connects the word with Basque ap(h)ur crumb, Bearn. purre small bread of mais; unreliable. But the word may well be Pre-Greek.