ἄατος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(0) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἄω C]<br />[[insatiate]], c. gen., [[Ἄρης]] [[ἆτος]] πολέμοιο Il. | |mdlsjtxt=[ἄω C]<br />[[insatiate]], c. gen., [[Ἄρης]] [[ἆτος]] πολέμοιο Il. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἄατος''': {áatos}<br />'''Forms''': kontr. [[ἆτος]]<br />'''Meaning''': [[unersättlich]]<br />'''Etymology''' : aus *ἄσατος ep. neg. Verbaladjektiv zu [[ἄμεναι]] [[sättigen]], s. [[ἅδην]] und [[ἆσαι]]. Vgl. [[ἄητος]].<br />'''Page''' 1,2 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 2 October 2019
English (LSJ)
contr. ἆτος, ον, (ἄω)
A insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syll. short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον,
A = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217.
German (Pape)
[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.
Greek (Liddell-Scott)
ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]
French (Bailly abrégé)
p. contr. ἆτος;
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: ἀ, ἄω.
Spanish (DGE)
(ἄᾰτος) -ον
• Alolema(s): ἄητος Il.21.395, A.Fr.3, Nic.Th.783; contr. ἆτος Il.5.388
• Prosodia: [ᾰᾱτος A.R.1.459, Q.S.1.217]
insaciable, desmedido, que exige todo esfuerzo ἄητον θάρσος Il.21.395, cf. Q.S.1.217, ἄατος ὕβρις A.R.1.459 (pero tb. se ha interpr. como 2 ἄατος q.u.), cf. A.Fr.3, ποηφάγος αἰὲν ἄητος Nic.l.c., cf. Hsch., Hdn.Gr.1.220
•c. gen. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388, μάχης ἄατόν περ ἐόντα Il.22.218, ἄατος πολέμοιο Hes.Th.714
•ἀπὸ τοῦ ἄω Et.Sym.α 5.
• Etimología: Cf. 3 ἄω
-ον
perjudicial, dañino Hsch.
• Etimología: Quizá ἀ- intens. y ἄτη.
Greek Monotonic
ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄᾰτος: Hes. = ἆτος.
Frisk Etymological English
See also: ἄητος
Middle Liddell
[ἄω C]
insatiate, c. gen., Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.
Frisk Etymology German
ἄατος: {áatos}
Forms: kontr. ἆτος
Meaning: unersättlich
Etymology : aus *ἄσατος ep. neg. Verbaladjektiv zu ἄμεναι sättigen, s. ἅδην und ἆσαι. Vgl. ἄητος.
Page 1,2