νώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(1ba)
(2a)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νώ-δῠνος, ον, [νη-, [[ὀδύνη]] = [[ἀνώδυνος]], q. v.]<br /><b class="num">I.</b> without [[pain]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. [[soothing]] [[pain]], anodyne, Soph.
|mdlsjtxt=νώ-δῠνος, ον, [νη-, [[ὀδύνη]] = [[ἀνώδυνος]], q. v.]<br /><b class="num">I.</b> without [[pain]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. [[soothing]] [[pain]], anodyne, Soph.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νώδυνος''': {nṓdunos}<br />'''Meaning''': [[keinen Schmerz empfindend]] (Pi.), [[schmerzstillend]] (S.)<br />'''Derivative''': mit [[νωδυνία]] [[Schmerzlosigkeit]] (Pi., Theok.).<br />'''Etymology''' : Für [[ἀνώδυνος]], aus ν(ε)- und [[ὀδύνη]]; s. zu [[νωδός]].<br />'''Page''' 2,330
}}
}}

Revision as of 15:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώδῠνος Medium diacritics: νώδυνος Low diacritics: νώδυνος Capitals: ΝΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: nṓdynos Transliteration B: nōdynos Transliteration C: nodynos Beta Code: nw/dunos

English (LSJ)

ον, (

   A n(è)-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q. v.), painless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50.    II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.

German (Pape)

[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.

Greek (Liddell-Scott)

νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.

English (Slater)

νώδῠνος
   1 free from pain ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)

Greek Monolingual

νώδυνος, -ον (Α)
1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)
2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

νώδῠνος: -ον (νη-, ὀδύνη
I. = ἀνώδυνος, βλ. αυτ., αυτός που δεν προκαλεί πόνους, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που μαλακώνει τον πόνο, που επενεργεί καταπραϋντικά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νώδῠνος:
1) не ощущающий боли, безболезненный (κάματος Pind.);
2) унимающий боль, болеутоляющий (φύλλον Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: feeling no pain (Pi.), alleviating pain (S.).
Derivatives: νωδυνία painlessness (Pi., Theoc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From priv. n̥- and ὀδύνη; s. on νωδός.

Middle Liddell

νώ-δῠνος, ον, [νη-, ὀδύνη = ἀνώδυνος, q. v.]
I. without pain, Pind.
II. act. soothing pain, anodyne, Soph.

Frisk Etymology German

νώδυνος: {nṓdunos}
Meaning: keinen Schmerz empfindend (Pi.), schmerzstillend (S.)
Derivative: mit νωδυνία Schmerzlosigkeit (Pi., Theok.).
Etymology : Für ἀνώδυνος, aus ν(ε)- und ὀδύνη; s. zu νωδός.
Page 2,330