τελλίνη: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ἡ</b>" to "ῑ], ἡ") |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και [[τέλλη]] και [[τέλλις]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> συγγενικό [[προς]] το [[γένος]] [[δόναξ]] [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] της οικογένειας [[τελλινίδες]] είδη του οποίου απαντούν και στην [[Ελλάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω του σχήματός του, ονομαζόταν και [[ξιφύδριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tellina</i>]. | |mltxt=η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και [[τέλλη]] και [[τέλλις]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> συγγενικό [[προς]] το [[γένος]] [[δόναξ]] [[γένος]] δίθυρων [[μαλακίων]] της οικογένειας [[τελλινίδες]] είδη του οποίου απαντούν και στην [[Ελλάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω του σχήματός του, ονομαζόταν και [[ξιφύδριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tellina</i>]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τελλίνη''': {tellínē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': N. eines Muscheltieres, = [[ξιφύδριον]] (Hp., Dsk. u.a.); auch τέλλιν Akk. (Epich. 43; unsicher 114).<br />'''Etymology''' : Unerklärt. Abzulehnen Stokes BB 19, 89.<br />'''Page''' 2,869 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 2 October 2019
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, a
A small bivalve shell-fish, = ξιφύδριον, Hp.Vict.2.48, Sopat.7, Xenocr. ap. Orib.2.58.116, Dsc.2.6.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, eine Muschelart, Ath. III, 90 c; auch ξιφύδριον genannt, Marc. Sid. 38.
Greek (Liddell-Scott)
τελλίνη: [ῑ], ἡ, εἶδος ὀστρακοδέρμου ὅπερ ἐκ τοῦ σχήματος καλεῖται καὶ ξιφύδριον, Ἐπίχ. 78 Abr., Σώπ. παρ’ Ἀθην. 86Α.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α
νεοελλ.
ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας τελλινίδες είδη του οποίου απαντούν και στην Ελλάδα
αρχ.
είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω του σχήματός του, ονομαζόταν και ξιφύδριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tellina].
Frisk Etymology German
τελλίνη: {tellínē}
Grammar: f.
Meaning: N. eines Muscheltieres, = ξιφύδριον (Hp., Dsk. u.a.); auch τέλλιν Akk. (Epich. 43; unsicher 114).
Etymology : Unerklärt. Abzulehnen Stokes BB 19, 89.
Page 2,869