λαξευτός: Difference between revisions
(c2) |
(cc2) |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':laxeutÒj 拉-克修拖士< | |sngr='''原文音譯''':laxeutÒj 拉-克修拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':岩石-鑿刻 相當於: ([[פִּסְגָּה]]‎)<br />'''字義溯源''':石頭鑿成的,切石頭的;由([[λάρυγξ]])X*=石)與([[ξηρός]])=枯乾的,挖削)組成;其中 ([[ξηρός]])出自 ([[ξέστης]])=容器,罐,而 ([[ξέστης]])又出自([[ξέστης]])X*=光滑)。比較: ([[λατομέω]])=鑿石<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 石頭鑿成的(1) 路23:53 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A hewn out of the rock, LXX De.4.49, Ev.Luc.23.53.
Greek (Liddell-Scott)
λαξευτός: -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.
Étymologie: λαξεύω.
English (Strong)
from a compound of las (a stone) and the base of ξηρός (in its original sense of scraping); rock-quarried: hewn in stone.
English (Thayer)
λαξευτη, λαξευτον (from λαξεύω, and this from λᾶς a stone, and ξέω to polish, hew), cut out of stone: μνῆμα, Sept., Aq. in Joshua 13:20); nowhere in Greek authors).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λαξευτός, -ή, -όν) λαξεύω
αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος
2. (για λόγο) γλαφυρός.
Greek Monotonic
λαξευτός: -ή, -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
λαξευτός: высеченный в скале (μνῆμα NT).
Middle Liddell
λαξευτός, ή, όν
hewn out of the rock, NTest. [from λαξεύω
Chinese
原文音譯:laxeutÒj 拉-克修拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:岩石-鑿刻 相當於: (פִּסְגָּה)
字義溯源:石頭鑿成的,切石頭的;由(λάρυγξ)X*=石)與(ξηρός)=枯乾的,挖削)組成;其中 (ξηρός)出自 (ξέστης)=容器,罐,而 (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)。比較: (λατομέω)=鑿石
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 石頭鑿成的(1) 路23:53