прибывать: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὁμιλέω]], [[συνανύω]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[ἐπιδημέω]], [[ἐπιστρωφάω]], [[μετανίσσομαι]], [[καθίστημι]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιφοιτάω]], [[ἐπιφοιτέω]], [[εἰσεπιδημέω]], [[ἐπιπάρειμι]], [[ὑπομίγνυμι]], [[καταπλέω]], [[καταπλώω]], [[προσκαταίρω]], [[προσέχω]], [[καταντάω]], [[διεξικνέομαι]], [[ἱκάνω]], [[ἐξήκω]], [[ἱκνέομαι]], [[καταίρω]], [[ἀφικάνω]], [[εἰσαφικνέομαι]], [[ἐσαπικνέομαι]], [[ἐξικνέομαι]], [[ἐπικατάγομαι]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[ἀνασῴζω]], [[κάτειμι]], [[πληθύνω]] | |rueltext=[[ὑπεραιωρέω]], [[ἐξανύω]], [[ἐπιστρέφω]], [[ἀναστρέφω]], [[ἐπελαύνω]], [[προσμίγνυμι]], [[ὁμιλέω]], [[συνανύω]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[ἐπιδημέω]], [[ἐπιστρωφάω]], [[μετανίσσομαι]], [[καθίστημι]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιφοιτάω]], [[ἐπιφοιτέω]], [[εἰσεπιδημέω]], [[ἐπιπάρειμι]], [[ὑπομίγνυμι]], [[καταπλέω]], [[καταπλώω]], [[προσκαταίρω]], [[προσέχω]], [[καταντάω]], [[διεξικνέομαι]], [[ἱκάνω]], [[ἐξήκω]], [[ἱκνέομαι]], [[καταίρω]], [[ἀφικάνω]], [[εἰσαφικνέομαι]], [[ἐσαπικνέομαι]], [[ἐξικνέομαι]], [[ἐπικατάγομαι]], [[κατανύω]], [[κατανύτω]], [[ἀνασῴζω]], [[κάτειμι]], [[πληθύνω]], [[πληθύω]], [[ἀνύω]], [[ἀποδίδωμι]], [[προσβάλλω]], [[κατέρχομαι]], [[στείχω]], [[βιβάω]], [[κατάγω]], [[καθίστημι]], [[παραγίγνομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:42, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπεραιωρέω, ἐξανύω, ἐπιστρέφω, ἀναστρέφω, ἐπελαύνω, προσμίγνυμι, ὁμιλέω, συνανύω, εἰσέρχομαι, ἐσέρχομαι, ἐπιδημέω, ἐπιστρωφάω, μετανίσσομαι, καθίστημι, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιφοιτάω, ἐπιφοιτέω, εἰσεπιδημέω, ἐπιπάρειμι, ὑπομίγνυμι, καταπλέω, καταπλώω, προσκαταίρω, προσέχω, καταντάω, διεξικνέομαι, ἱκάνω, ἐξήκω, ἱκνέομαι, καταίρω, ἀφικάνω, εἰσαφικνέομαι, ἐσαπικνέομαι, ἐξικνέομαι, ἐπικατάγομαι, κατανύω, κατανύτω, ἀνασῴζω, κάτειμι, πληθύνω, πληθύω, ἀνύω, ἀποδίδωμι, προσβάλλω, κατέρχομαι, στείχω, βιβάω, κατάγω, καθίστημι, παραγίγνομαι