воспитывать: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(1) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κουρίζω]], [[ἐννεοσσεύω]], [[ἐννεοττεύω]], [[ἐντρέφω]], [[ἐκπαιδεύω]], [[παιδαγωγέω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[παιδεύω]], [[ἐκτρέφω]], [[προστρέφω]], [[ἀνατρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[νεοσσοτροφέω]], [[νεοττοτροφέω]], [[ἀτιτάλλω]], [[κομίζω]], [[πωλοδαμνέω]], [[κατασχηματίζω]], [[ἐμφυσιόω]], [[ἐμφυτεύω]], [[καταρτύω]], [[καταμελετάω]], [[ἠθοποιέω]] | |rueltext=[[συντρέφω]], [[δημιουργέω]], [[κουρίζω]], [[ἐννεοσσεύω]], [[ἐννεοττεύω]], [[ἐντρέφω]], [[ἐκπαιδεύω]], [[παιδαγωγέω]], [[διαπαιδαγωγέω]], [[παιδεύω]], [[ἐκτρέφω]], [[προστρέφω]], [[ἀνατρέφω]], [[ἐκτιθηνέομαι]], [[νεοσσοτροφέω]], [[νεοττοτροφέω]], [[ἀτιτάλλω]], [[κομίζω]], [[πωλοδαμνέω]], [[κατασχηματίζω]], [[ἐμφυσιόω]], [[ἐμφυτεύω]], [[καταρτύω]], [[καταμελετάω]], [[ἠθοποιέω]], [[κατασκευάζω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[προάγω]], [[ἄγω]], [[ῥυθμίζω]], [[μελετάω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:05, 15 October 2019
Russian > Greek
συντρέφω, δημιουργέω, κουρίζω, ἐννεοσσεύω, ἐννεοττεύω, ἐντρέφω, ἐκπαιδεύω, παιδαγωγέω, διαπαιδαγωγέω, παιδεύω, ἐκτρέφω, προστρέφω, ἀνατρέφω, ἐκτιθηνέομαι, νεοσσοτροφέω, νεοττοτροφέω, ἀτιτάλλω, κομίζω, πωλοδαμνέω, κατασχηματίζω, ἐμφυσιόω, ἐμφυτεύω, καταρτύω, καταμελετάω, ἠθοποιέω, κατασκευάζω, ἀπεργάζομαι, προάγω, ἄγω, ῥυθμίζω, μελετάω