жилище: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(2) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἵδρυμα]], [[αὐλή]], [[δόμος]], [[εἰσοίκησις]], [[ἐνδιαίτημα]], [[οἰκητήριον]], [[ἔνδιον]], [[ἐμβιωτήριον]], [[ἐναύλεια]], [[οἴκημα]], [[κατοίκησις]], [[τέρεμνον]], [[τέραμνον]], [[μέλαθρον]], [[στέγος]], [[στέγη]], [[τέγος]], [[σταθμός]], [[ἑδώλιον]], [[οἶκος]], [[οἴκησις]], [[θαλάμευμα]], [[ἔναυλος]], [[κατάλυμα]], [[βηλός]], [[βαλός]], [[ἔπαυλος]], [[θεράπνη]], [[θεράπνα]], [[συνοικία]] | |rueltext=[[ἵδρυμα]], [[αὐλή]], [[δόμος]], [[εἰσοίκησις]], [[ἐνδιαίτημα]], [[οἰκητήριον]], [[ἔνδιον]], [[ἐμβιωτήριον]], [[ἐναύλεια]], [[οἴκημα]], [[κατοίκησις]], [[τέρεμνον]], [[τέραμνον]], [[μέλαθρον]], [[στέγος]], [[στέγη]], [[τέγος]], [[σταθμός]], [[ἑδώλιον]], [[οἶκος]], [[οἴκησις]], [[θαλάμευμα]], [[ἔναυλος]], [[κατάλυμα]], [[βηλός]], [[βαλός]], [[ἔπαυλος]], [[θεράπνη]], [[θεράπνα]], [[συνοικία]], [[θάλαμος]], [[μονή]], [[θᾶκος]], [[δίαιτα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἵδρυμα, αὐλή, δόμος, εἰσοίκησις, ἐνδιαίτημα, οἰκητήριον, ἔνδιον, ἐμβιωτήριον, ἐναύλεια, οἴκημα, κατοίκησις, τέρεμνον, τέραμνον, μέλαθρον, στέγος, στέγη, τέγος, σταθμός, ἑδώλιον, οἶκος, οἴκησις, θαλάμευμα, ἔναυλος, κατάλυμα, βηλός, βαλός, ἔπαυλος, θεράπνη, θεράπνα, συνοικία, θάλαμος, μονή, θᾶκος, δίαιτα