кружить: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(3) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[περικυκλόω]], [[περιελελίζω]], [[στροφαλίζω]], [[σοβέω]], [[ἀνακάμπτω]], [[κυλίνδω]], [[κυλινδέω]], [[κυκλέω]], [[στροβέω]], [[περιδινέω]], [[ῥυμβέω]], [[τροχοδινέω]], [[συγγογγυλίζω]], [[δινέω]], [[ἐπιδινέω]], [[ἑλίσσω]], [[εἱλίσσω]], [[ἑλίττω]], [[εἱλίττω]], [[στρωφάω]], [[ὑποστροβέω]], [[τροχίζω]], [[περιτροπέω]], [[ἐλελίζω]] | |rueltext=[[περικυκλόω]], [[περιελελίζω]], [[στροφαλίζω]], [[σοβέω]], [[ἀνακάμπτω]], [[κυλίνδω]], [[κυλινδέω]], [[κυκλέω]], [[στροβέω]], [[περιδινέω]], [[ῥυμβέω]], [[τροχοδινέω]], [[συγγογγυλίζω]], [[δινέω]], [[ἐπιδινέω]], [[ἑλίσσω]], [[εἱλίσσω]], [[ἑλίττω]], [[εἱλίττω]], [[στρωφάω]], [[ὑποστροβέω]], [[τροχίζω]], [[περιτροπέω]], [[ἐλελίζω]], [[κυκλόω]], [[στρέφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
περικυκλόω, περιελελίζω, στροφαλίζω, σοβέω, ἀνακάμπτω, κυλίνδω, κυλινδέω, κυκλέω, στροβέω, περιδινέω, ῥυμβέω, τροχοδινέω, συγγογγυλίζω, δινέω, ἐπιδινέω, ἑλίσσω, εἱλίσσω, ἑλίττω, εἱλίττω, στρωφάω, ὑποστροβέω, τροχίζω, περιτροπέω, ἐλελίζω, κυκλόω, στρέφω