γναμπτός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gnamptos
|Transliteration C=gnamptos
|Beta Code=gnampto/s
|Beta Code=gnampto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">curved, bent</b>, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν <span class="bibl">Od.4.369</span>; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν <span class="bibl">Il.11.416</span>; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας <span class="bibl">18.401</span>; ὄνυχες γ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>204</span>; <b class="b3">γ. δρόμοι</b>, of the diaulos, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.57</span>; <b class="b3">γ. χαλινούς</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">supple, pliant</b>, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι <span class="bibl">Il.11.669</span>, <span class="bibl">24.359</span>, <span class="bibl">Od.11.394</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b2">pliable</b>, <b class="b3">οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι</b> (of Achilles), <span class="bibl">Il.24.41</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">curved, bent</b>, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν <span class="bibl">Od.4.369</span>; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν <span class="bibl">Il.11.416</span>; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας <span class="bibl">18.401</span>; ὄνυχες γ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>204</span>; <b class="b3">γ. δρόμοι</b>, of the diaulos, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.57</span>; <b class="b3">γ. χαλινούς</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">supple, pliant</b>, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι <span class="bibl">Il.11.669</span>, <span class="bibl">24.359</span>, <span class="bibl">Od.11.394</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., [[pliable]], <b class="b3">οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι</b> (of Achilles), <span class="bibl">Il.24.41</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:20, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναμπτός Medium diacritics: γναμπτός Low diacritics: γναμπτός Capitals: ΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: gnamptós Transliteration B: gnamptos Transliteration C: gnamptos Beta Code: gnampto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch.    2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc.    3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.

Greek (Liddell-Scott)

γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.

English (Autenrieth)

(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.

English (Slater)

γναμπτός
   1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): γναπτ- Hsch.
1 curvado ἄγκιστρα Od.4.369, γένυες Il.11.416, ἕλικες Il.18.401, h.Ven.163, ὄνυχες Hes.Op.204.
2 que describe una curva δρόμος del díaulo, Pi.I.1.57.
3 flexible de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν Il.11.669, Od.11.394
fig. flexible οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho de Aquiles Il.24.41.

Greek Monolingual

γναμπτός, -ή, -όν (Α) γνάμπτω
1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν»)
2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη)
3. ευμετάβολοςνόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).

Greek Monotonic

γναμπτός: -ή, -όν (γνάμπτω),
I. 1. σκαλισμένος, καμπύλος, λυγισμένος, σε Όμηρ.
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος, μαλακός, λέγεται για τα μέλη του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.
II. μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, έτοιμος να λυγίσω, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

γναμπτός:
1) загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);
2) извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);
3) гибкий, податливый (μέλεα Hom.): νόημα γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.

Middle Liddell

γνάμπτω
I. curved, bent, Hom.
2. supple, pliant, of the limbs of living men, Hom.
II. metaph. to be bent, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γναμπτός -ή -όν γνάμπτω
1. gebogen, gekromd.
2. soepel, buigzaam, lenig, van ledematen; overdr. meegaand, gedwee :. νόημα γναμπτόν meegaande geest Il. 24.41.