κατάφυτος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafytos | |Transliteration C=katafytos | ||
|Beta Code=kata/futos | |Beta Code=kata/futos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">full of plants</b> or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">full of plants</b> or [[trees]], τόποι <span class="bibl">Plb.18.20.1</span>: c. dat., [[planted]] with... κηπεύμασι καὶ καρποῖς <span class="bibl">D.S.2.37</span>; δένδροις <span class="bibl">Str. 12.2.1</span>; ἀσφοδέλῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:51, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A full of plants or trees, τόποι Plb.18.20.1: c. dat., planted with... κηπεύμασι καὶ καρποῖς D.S.2.37; δένδροις Str. 12.2.1; ἀσφοδέλῳ Luc.Nec.11.
German (Pape)
[Seite 1390] bepflanzt; τόποι Pol. 18, 3, 1; τῷ ἀσφοδέλῳ Luc. Necyom. 11; καὶ σύσκιος περίπατος Plut. Cic. 48.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφῠτος: -ον, καταπεφυτευμένος, πλήρης φυτῶν ἢ δένδρων, τόποι κ. Πολύβ. 18. 3, 1· κ. ἀσφοδέλῳ, πλήρης ἐξ…, Λουκ. Νεκυομ. 11· περίπατος κ. καὶ σύσκιος Πλουτ. Κικ. 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
planté : τινι de qch ; abs. couvert de plantations.
Étymologie: καταφύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάφυτος, -ον)
(για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος
αρχ.
φυτευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ-φυτος, σύμ-φυτος].
Greek Monotonic
κατάφῠτος: -ον, ολόφυτος με κάτι, κατάφυτος, με δοτ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατάφῠτος:
1) обсаженный деревьями, покрытый растительностью (τόποι Polyb.; περίπατος Plut.);
2) заросший (τῷ ἀσφοδέλῳ Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάφυτος -ον rijk beplant.
Middle Liddell
κατάφῠτος, ον
all planted with a thing, c. dat., Luc.