κενοδοντίς: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kenodontis | |Transliteration C=kenodontis | ||
|Beta Code=kenodonti/s | |Beta Code=kenodonti/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[toothless]], AP6.297 (Phan.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:10, 28 June 2020
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A toothless, AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.
Greek Monolingual
κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ὁ].
Greek Monotonic
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ (ὀδούς), ανυπαρξία δοντιών, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos.