παλμός: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palmos | |Transliteration C=palmos | ||
|Beta Code=palmo/s | |Beta Code=palmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">quivering motion</b>, πυγῆς <span class="bibl">Alciphr.1.39</span>; esp. <b class="b2">pulsation, throbbing</b> (on <b class="b3">π</b>. and <b class="b3">σφυγμός</b> cf. Gal.8.716), φλεβῶν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>37</span>; ὑποχονδρίου <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>. β; ὑπὸ κροτάφοισι <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>27</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>744</span>: abs., <b class="b2">palpitation of the heart</b>, a disease, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>479b21</span>; | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">quivering motion</b>, πυγῆς <span class="bibl">Alciphr.1.39</span>; esp. <b class="b2">pulsation, throbbing</b> (on <b class="b3">π</b>. and <b class="b3">σφυγμός</b> cf. Gal.8.716), φλεβῶν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>37</span>; ὑποχονδρίου <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>. β; ὑπὸ κροτάφοισι <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>27</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>744</span>: abs., <b class="b2">palpitation of the heart</b>, a disease, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>479b21</span>; [[twitching]], Gal.7.588. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of natural phenomena, <b class="b2">vibration, rapid motion</b>, <span class="bibl">D.S. 3.51</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>2.193</span>, al.; of meteors, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>12</span> codd.; [[impetus]] of a projectile, <span class="bibl">Ath.Mech.37.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> in Epicur., <b class="b2">internal vibration</b> of bodies, <span class="title">Ep.</span> I p.8 U., cf. Id. ap. <span class="title">Placit.</span>1.12.5 (v.l. [[ἀποπαλμός]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A quivering motion, πυγῆς Alciphr.1.39; esp. pulsation, throbbing (on π. and σφυγμός cf. Gal.8.716), φλεβῶν Hp.Acut.37; ὑποχονδρίου Id.Epid.1.26. β; ὑπὸ κροτάφοισι Nic.Al.27, cf. Th.744: abs., palpitation of the heart, a disease, Arist.Resp.479b21; twitching, Gal.7.588. 2 of natural phenomena, vibration, rapid motion, D.S. 3.51, Nonn.D.2.193, al.; of meteors, Plu.Lys.12 codd.; impetus of a projectile, Ath.Mech.37.8. 3 in Epicur., internal vibration of bodies, Ep. I p.8 U., cf. Id. ap. Placit.1.12.5 (v.l. ἀποπαλμός).
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, das Schwingen, Erschüttern, schnelle Bewegen, Sp., wie Alciph. 1, 39; vom Blitz, Nonn. D. 1, 193 u. sonst. – Bes. med., sowohl vom Pulsschlage, als vom Zucken, Vibriren eines einzelnen Gliedes; auch eine eigene Krankheit, Arist. de respirat. 20; vgl. noch Nic. Ther. 744.
Greek (Liddell-Scott)
παλμός: ὁ, τρομώδης κίνησις, τὸ πάλλεσθαι, Ἀλκίφρων 1. 39· - ὁ κτύπος ἢ τιναγμός τῆς καρδίας ἢ τῶν ἀρτηριῶν, ἀρχαιοτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ σφυγμὸς (Γαλην. 8. σ. 87), φλεβῶν Ἱπποκρ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· ὑποχονδρίου ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. Α΄, 970· ὑπὸ κροτάφοισι Νικ. Ἀλ. 27, πρβλ. Θ. 744· ἀπολ., παλμὸς τῆς καρδίας, νόσος τις, Ἀριστ. Ρητ. 20. 2. 2) ἐπὶ ἀνέμου ἢ ἀστραπῆς, Διόδ. 3. 51, Νόνν., κλ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ παλμός) πάλλω
1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο («παλμοί χορδής»)
2. ρυθμική συστολή και διαστολή της καρδιάς, που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του αίματος, χτύπος, σφυγμός
νεοελλ.
1. φυσ. η απότομη και για μικρό χρονικό διάστημα μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, παραμένει σταθερό
2. (αθλ.) α) το σύνολο τών κινήσεων που εκτελεί ένας αθλητής κατά τη ρίψη σφαίρας ή ακοντίου
β) το σύνολο τών κινήσεων που εκτελεί ένας άλτης
αρχ.
1. ασθένεια της καρδιάς
2. (σχετικά με φυσικά φαινόμενα) κραδασμός, γρήγορη κίνηση
3. (σχετικά με βολή) η ορμή
4. (στον Επίκουρο) η εσωτερική δόνηση τών σωμάτων.
Russian (Dvoretsky)
παλμός: ὁ
1) дрожание, колебание (Diod.; κίνησις παλμοὺς ἔχουσα Plut.);
2) мед. дрожательная судорога (ἡ νόσος ἡ καλουμένη π. Arst.);
3) быстрое движение, мелькание: παλάμης π. Anth. рукоплескания.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλμός -οῦ, ὁ [πάλλω] geneesk., het kloppen (van aderen).