στραγγαλισμός: Difference between revisions
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(38) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=straggalismos | |Transliteration C=straggalismos | ||
|Beta Code=straggalismo/s | |Beta Code=straggalismo/s | ||
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ,= <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[strangulatus]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,=
A strangulatus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στραγγαλίζω
η θανάτωση με περίσφιγξη του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ιατρ. περίσφιγξη του περιεχομένου ανατομικού πόρου
2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη
3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα
4. διαστρέβλωση, παραποίηση («στραγγαλισμός της αλήθειας»)
5. καταπάτηση, παραβίαση («στραγγαλισμός τών δικαιωμάτων»)
6. φρ. «εμβέλεια στραγγαλισμού»
φυσ. η ελαφρά διακύμανση που παρατηρείται συχνά στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο μέσον.