Ποτνιαί: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "*" to "*")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Potniai
|Transliteration C=Potniai
|Beta Code=&#42;potniai/
|Beta Code=&#42;potniai/
|Definition=αἱ, an ancient Boeot. town called after <b class="b3">αἱ Πότνιαι</b> (= Demeter and Kore), <span class="bibl">Paus.9.8.1</span>; conjectured to be the <b class="b3">Ὑποθῆβαι</b> of Homer, <span class="bibl">Str.9.2.32</span>: hence Adj. Ποτνιεύς, έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Potnian</b>, <b class="b3">Γλαῦκος Π</b>. title of play by A.</span>
|Definition=αἱ, an ancient Boeot. town called after <b class="b3">αἱ Πότνιαι</b> (= Demeter and Kore), <span class="bibl">Paus.9.8.1</span>; conjectured to be the <b class="b3">Ὑποθῆβαι</b> of Homer, <span class="bibl">Str.9.2.32</span>: hence Adj. Ποτνιεύς, έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Potnian]], <b class="b3">Γλαῦκος Π</b>. title of play by A.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:10, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ποτνιαί Medium diacritics: Ποτνιαί Low diacritics: Ποτνιαί Capitals: ΠΟΤΝΙΑΙ
Transliteration A: Potniaí Transliteration B: Potniai Transliteration C: Potniai Beta Code: *potniai/

English (LSJ)

αἱ, an ancient Boeot. town called after αἱ Πότνιαι (= Demeter and Kore), Paus.9.8.1; conjectured to be the Ὑποθῆβαι of Homer, Str.9.2.32: hence Adj. Ποτνιεύς, έως, ὁ,

   A Potnian, Γλαῦκος Π. title of play by A.

Greek (Liddell-Scott)

Ποτνιαί: -αἱ, ἀρχαία πόλις τῆς Βοιωτίας κατεστραμμένη ἔτι καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Παυσανίου, 9. 8, 1· ἴσως αἱ Ὑποθῆβαι τοῦ Ὁμήρου, Στράβ. 412. ΙΙ. Ποτνιεύς, έως, ὁ, κάτοικος τῶν Ποτνιῶν, Γλαῦκος π. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 32-39· ― θηλ. ἐπίθετ. Ποτνιάς, άδος· κέλευθοι Ποτνιάδος αὐτόθι 171· ἡ Ποτνιὰς κρήνη, πηγὴ ὕδατος πλησίον τῆς πόλεως ταύτης ἐξ ἧς οἱ πίνοντες παρεφρόνουν, Αἰλ. π. Ζ. 15. 25, πρβλ. Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ποτνιάδες ἵπποι, αἱ ἵπποι αἱ διασπαράξασαι τὸν Γλαῦκον, Στράβ. 409· ὅθεν καθόλου, Βοιωτικαὶ θήλειαι ἵπποι, ἂν καὶ ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μανιακαί, Εὐρ. Φοίν 1124· οὕτω καὶ Βάκχαι ποτνιάδες (Ἡσύχ. «ἀντὶ τοῦ μαινάδες καὶ λυσσάδες, μανίας αἴτιαι») ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 664· ποτνιάδες θεαί, ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων (καὶ ὁ Σχολ. ἐνταῦθα ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μανικαί, ἀλλ’ ἴδε πότνια Ι. 1), ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 318· ― ἴσωςμῦθος τοῦ Γλαύκου ἔδωκεν ἀφορμὴν εἰς τὴν ἀπόδοσιν τοιαύτης σημασίας εἰς τὸ ποτνιάς, ὅθεν καὶ τὸ μεταγεν. ῥῆμα ποτνιάομαι.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Potnies, v. de Béotie.

Greek Monotonic

Ποτνιαί: αἱ, αρχ. Βοιωτική πόλη, σε Στράβ.· απ' όπου, θηλ. επίθ. Ποτνιάς, -άδος, Βοιωτία, Ποτνιάδες ἵπποι, βοιωτικά άλογα (φοράδες), περίφημα για την έντονη σκληρότητά τους στη μάχη, απ' όπου, μαινόμενος, άγριος, σε Ευρ.

Middle Liddell

an ancient Boeot. town, Strab.