ἀκόμιστος: Difference between revisions
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akomistos | |Transliteration C=akomistos | ||
|Beta Code=a)ko/mistos | |Beta Code=a)ko/mistos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[slovenly]], S.<span class="title">Ichn.</span>143; [[untended]], <span class="bibl">D.L.5.5</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>40.174</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: ἀ, κομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
•desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.
Greek Monotonic
ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόμιστος: запущенный, неряшливый Diog. L.
Middle Liddell
κομίζω
untended.