ἀπόμακτρον: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomaktron
|Transliteration C=apomaktron
|Beta Code=a)po/maktron
|Beta Code=a)po/maktron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strickle</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>712</span>.</span>
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[strickle]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>712</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:08, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμακτρον Medium diacritics: ἀπόμακτρον Low diacritics: απόμακτρον Capitals: ΑΠΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: apómaktron Transliteration B: apomaktron Transliteration C: apomaktron Beta Code: a)po/maktron

English (LSJ)

τό,

   A strickle, Ar.Fr.712.

German (Pape)

[Seite 314] τό, = ἀπόμαγμα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμακτρον: τό, ἡ κοινῶς «ῥίγλα» δι’ ἧς ἰσάζουσιν ἢ κόπτουσι τὸν ὑπερπληροῦντα τὸ μέτρον σῖτον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 586: καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόμακτρα, ξύλα· τὰς σκυτάλας, ἐν αἷς ἀποψῶσι τὰ μέτρα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
linge pour s’essuyer en frottant.
Étymologie: ἀπομάσσω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 residuo que se aparta al pasar el rasero ἀπόμακτρ' ἀπεσκοτωμένα restos desechados apenas visibles Ar.Fr.667, cf. Phot.α 2564, Sud., AB 431.
2 rasero Hsch.

Greek Monolingual

ἀπόμακτρον, το (Α) απομάσσω
βέργα που βοηθούσε στη μέτρηση δημητριακών (τη χρησιμοποιούσαν για να ισιώνουν την επιφάνεια του καρπού και να τη φέρνουν στο ίδιο ύψος με τα χείλη του μετρητή).

Greek Monotonic

ἀπόμακτρον: τό (ἀπο-μάσσω), ξύλινη σκυτάλη με την οποία ίσιωναν ή αφαιρούσαν το σιτάρι, ώστε να μην ξεπερνά το καθορισμένο μέτρο στο ζύγισμά του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
a strickle, Ar.