ἀντίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antistathmos
|Transliteration C=antistathmos
|Beta Code=a)nti/staqmos
|Beta Code=a)nti/staqmos
|Definition=ον, (σταθμός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">counterpoising, balancing</b>, τινί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>229c</span>; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο <span class="bibl">D.S. 5.29</span>: metaph., <b class="b2">in compensation for</b>, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>571</span>.</span>
|Definition=ον, (σταθμός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[counterpoising]], [[balancing]], τινί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>229c</span>; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο <span class="bibl">D.S. 5.29</span>: metaph., <b class="b2">in compensation for</b>, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>571</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίσταθμος Medium diacritics: ἀντίσταθμος Low diacritics: αντίσταθμος Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: antístathmos Transliteration B: antistathmos Transliteration C: antistathmos Beta Code: a)nti/staqmos

English (LSJ)

ον, (σταθμός)

   A counterpoising, balancing, τινί Pl.Sph.229c; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S. 5.29: metaph., in compensation for, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571.

German (Pape)

[Seite 260] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ δέχομαι D. Sic. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσταθμος: -ον, (στάθμη), ἰσοβαρής, ἰσοζυγής, ἰσόρροπος, τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς πατήρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..
Étymologie: ἀντί, σταθμός.

Spanish (DGE)

-ον
1 c. dat. que contrapesa, que equilibra μέρεσιν Pl.Sph.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.
2 c. gen. que es contrapartida de ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.

Greek Monolingual

ἀντίσταθμος, -ον (Α)
1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής
2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό.

Greek Monotonic

ἀντίσταθμος: -ον (στάθμη), αντίβαρο, αντιστάθμισμα, ως αντιστάθμισμα προς, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίσταθμος: досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.

Middle Liddell

στάθμη
counterpoising: in compensation for, c. gen., Soph.