εὔκραιρος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykrairos | |Transliteration C=eykrairos | ||
|Beta Code=eu)/krairos | |Beta Code=eu)/krairos | ||
|Definition=Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with fine horns]], esp. of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>209</span>; εὐκραίρῳ βοΐ <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>300</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of ships, [[with beautiful beak]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.516</span>, <span class="bibl">Tryph.213</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 30 June 2020
English (LSJ)
Ep. ἐϋκρ-, ον, also η, ον, (κραῖρα)
A with fine horns, esp. of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h.Merc.209; εὐκραίρῳ βοΐ A.Supp.300. 2 of ships, with beautiful beak, Opp.H.2.516, Tryph.213.
German (Pape)
[Seite 1076] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; ναῦς, wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκραιρος: Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, ὡσαύτως, -α, -ον, (κραῖρα) ἔχων ὡραῖα κέρατα, εὔκερως. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰκραιρος;
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κραῖρα.
Greek Monolingual
εὔκραιρος, -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ.
β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)
2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολο («εὔκραιρος ναῡς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον, κεφαλή», λ. συγγενής προς το κέρας.
Greek Monotonic
εὔκραιρος: Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον (κραῖρα), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὔκραιρος: эп. ἐΰκραιρος 2 κραῖρα ἡ = κέρας украшенный красивыми рогами (βοῦς HH, Aesch.).