γυναικοπίπης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(8) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gynaikopipis | |Transliteration C=gynaikopipis | ||
|Beta Code=gunaikopi/phs | |Beta Code=gunaikopi/phs | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who ogles women]], <span class="bibl">Eust.851.54</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:10, 30 June 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω)
A one who ogles women, Eust.851.54.
German (Pape)
[Seite 510] ὁ, nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. παρθενοπίπης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que se come con los ojos a las mujeres, mirón Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).
Greek Monolingual
γυναικοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)].