Μεγαρικός: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Megarikos | |Transliteration C=Megarikos | ||
|Beta Code=*megariko/s | |Beta Code=*megariko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="title">Megarian</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>522</span>, etc.; <b class="b3">Μεγαρικοὶ κέραμοι</b>, and in the language of trade <b class="b3">Μεγαρικά</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[Megarian pottery]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1205</span>; cf. [[Μαγαρικός]]: <b class="b3">Μεγαρικοί, οἱ</b>, | |Definition=ή, όν, <span class="title">Megarian</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>522</span>, etc.; <b class="b3">Μεγαρικοὶ κέραμοι</b>, and in the language of trade <b class="b3">Μεγαρικά</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[Megarian pottery]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1205</span>; cf. [[Μαγαρικός]]: <b class="b3">Μεγαρικοί, οἱ</b>, [[philosophers of the Megarian school]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>1046b29</span>, <span class="bibl">D.L.2.106</span>; οἱ M. διαλεκτικοί Phld.<span class="title">Rh.</span>1.279 S.; M. ἐρωτήματα <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.90</span>: fem. Μεγαρίς (sc. <b class="b3">γῆ</b>), [[Megarian territory]], <span class="bibl">Th. 2.31</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:20, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν, Megarian, Ar.Ach.522, etc.; Μεγαρικοὶ κέραμοι, and in the language of trade Μεγαρικά,
A Megarian pottery, Sch.Ar.Nu.1205; cf. Μαγαρικός: Μεγαρικοί, οἱ, philosophers of the Megarian school, Arist. Metaph.1046b29, D.L.2.106; οἱ M. διαλεκτικοί Phld.Rh.1.279 S.; M. ἐρωτήματα Chrysipp.Stoic.2.90: fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), Megarian territory, Th. 2.31, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μεγαρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ Μέγαρα ἢ τοὺς Μεγαρεῖς, Ἀριστοφ. κτλ.· Μεγαρικοὶ κέραμοι, καὶ κατὰ τὴν ἐμπορικὴν γλῶσσαν, Μεγαρικά, σκεύη πήλινα ἐκ Μεγάρων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, κτλ.· - Μεγαρικοί, οἱ, φιλόσοφοι τῆς Μεγαρικῆς σχολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3, 1, ἴδε Διογ. Λ. 2. κεφ. 10· - θηλυκ. Μεγαρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ Μεγαρικὴ χώρα, Θουκ. 2. 31, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μεγαρικαὶ σφίγγες· Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Mégare ; ἡ Μεγαρική (γῆ) la Mégaride.
Étymologie: Μέγαρα.
Greek Monotonic
Μεγᾰρικός: -ή, -όν, Μεγαρικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα Μέγαρα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. Μεγαρίς (δηλ. γῆ), η περιφέρεια των Μεγάρων, η Μεγαρίδα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Μεγᾰρικός: мегарский Arph. etc.
Middle Liddell
Μεγᾰρικός, ή, όν
Megarian, Ar., etc.:—fem. Μεγαρίς (sc. γῆ), the Megarian territory, Megarid, Thuc.