κεκραξιδάμας: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kekraksidamas | |Transliteration C=kekraksidamas | ||
|Beta Code=kekracida/mas | |Beta Code=kekracida/mas | ||
|Definition=[<b class="b3">δᾰ], αντος, ὁ,</b> (κέκραγα, δαμάω) coined by <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>596</span> (by analogy to <b class="b3">Ἀλκιδάμας</b>) as epith. of Cleon, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">δᾰ], αντος, ὁ,</b> (κέκραγα, δαμάω) coined by <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>596</span> (by analogy to <b class="b3">Ἀλκιδάμας</b>) as epith. of Cleon, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[he who conquers all in bawling]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 30 June 2020
English (LSJ)
[δᾰ], αντος, ὁ, (κέκραγα, δαμάω) coined by Ar.V.596 (by analogy to Ἀλκιδάμας) as epith. of Cleon,
A he who conquers all in bawling.
German (Pape)
[Seite 1413] αντος, ὁ, heißt Kleon Ar. Vesp. 596, der Alles mit Schreien überwältigt.
Greek (Liddell-Scott)
κεκραξιδάμας: αντος, ὁ, (κέκραγα, δαμάω)·- λέξις ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 596 (κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ἀλκιδάμας, τοξοδάμας) ὡς ἐπίθετον τοῦ Κλέωνος, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν καταβάλλων, κατασιγάζων ταύτας, «φωνακλᾶς».
French (Bailly abrégé)
αντος, (ὁ) :
braillard.
Étymologie: κέκραγα, δαμάω.
Greek Monolingual
κεκραξιδάμας, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραξι- (< κεκραγ-, αναδιπλασιασμένο θ. του κράζω, πρβλ. παρακμ. κέκραγ-α) + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω, καταβάλλω»). Συνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
κεκραξιδάμας: -αντος, ὁ (κέκραγα, δαμάω), αυτός που υπερνικά όλους στα σκουξίματα, «σαματατζής», «φωνακλάς», σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκραξιδάμας -αντος [κέκραγμα, δαμάω] schreeuwkampioen.
Russian (Dvoretsky)
κεκραξῐδάμᾱς: αντος (δᾰ) ὁ побеждающий криком т. е. горлан, крикун Arph.
Middle Liddell
κεκραξι-δάμας, αντος, κέκραγα (perf. of κραζω), δαμάω
he who conquers all in bawling, the blusterer, Ar.