μεναίχμης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=menaichmis
|Transliteration C=menaichmis
|Beta Code=menai/xmhs
|Beta Code=menai/xmhs
|Definition=ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">staunch soldier</b>, <span class="bibl">Anacr.70</span>(dub.): as Adj., χειρὶ μεναίχμᾳ <span class="title">AP</span>6.84 (Paul. Sil.).</span>
|Definition=ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[staunch soldier]], <span class="bibl">Anacr.70</span>(dub.): as Adj., χειρὶ μεναίχμᾳ <span class="title">AP</span>6.84 (Paul. Sil.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:10, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεναίχμης Medium diacritics: μεναίχμης Low diacritics: μεναίχμης Capitals: ΜΕΝΑΙΧΜΗΣ
Transliteration A: menaíchmēs Transliteration B: menaichmēs Transliteration C: menaichmis Beta Code: menai/xmhs

English (LSJ)

ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ,

   A staunch soldier, Anacr.70(dub.): as Adj., χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.

Greek Monolingual

μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ-αίχμης, φυγ-αίχμης].

Greek Monotonic

μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ (αἰχμή), αυτός που αντέχει το δόρυ, που είναι καρτερικός στη μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεναίχμης: дор. μεναίχμας, ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою (χείρ Anth.).

Middle Liddell

μεν-αίχμης, ου, αἰχμή
abiding the spear, staunch in battle, Anth.