μεσημέριος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesimerios
|Transliteration C=mesimerios
|Beta Code=meshme/rios
|Beta Code=meshme/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μεσημβρινός]]: <b class="b3">τὸ μεσαμέριον</b> <b class="b2">at midday</b>, <span class="bibl">Theoc.7.21</span>:—also μεσ-ήμερον, τό, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μεσημβρινός]]: <b class="b3">τὸ μεσαμέριον</b> [[at midday]], <span class="bibl">Theoc.7.21</span>:—also μεσ-ήμερον, τό, <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:10, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημέριος Medium diacritics: μεσημέριος Low diacritics: μεσημέριος Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: mesēmérios Transliteration B: mesēmerios Transliteration C: mesimerios Beta Code: meshme/rios

English (LSJ)

ον,

   A = μεσημβρινός: τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc.7.21:—also μεσ-ήμερον, τό, Gloss.

German (Pape)

[Seite 137] = Vorigem, μεσαμέριον, adverbial, Theocr. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημέριος: -ον, = μεσημβρινός, μεσαμέριον, κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.

Greek Monolingual

μεσημέριος, -ον (Α)
1. μεσημβρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.)
βλ. μεσημέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση μέση ἡμέρα (πρβλ. μέσον ήμαρ].

Greek Monotonic

μεσημέριος: -ον, ό,τι το προηγ., μεσαμέριον, κατά το μεσημέρι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μεσ-ημέριος, ον = μεσημβρῐνός]
μεσαμέριον at mid-day, Theocr.