καταπάσσω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapasso
|Transliteration C=katapasso
|Beta Code=katapa/ssw
|Beta Code=katapa/ssw
|Definition=Att. καταπάττω, fut. <b class="b3">-άσω</b> [ᾰ] (v. infr.): aor. 1 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -έπᾰσα <span class="bibl">Men. 708</span>:—[[besprinkle]], [[bespatter with]], πάντα καταπάσω βουλευματίων <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>99</span>: usu. c. dat. rei, ἀψινθίῳ κ. μέλι Men. l. c.; <b class="b3">γῇ τὰς κεφαλὰς κ</b>. <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>10.25</span>: also abs., [[pour out]], κ. Χύδην <span class="bibl">Pherecr.168</span>:— Pass., καταπαττόμενος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>262</span>:—Med., <b class="b3">κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ</b> [[their own]] heads, v.l. in <span class="bibl">D.S.1.72</span>,<span class="bibl">91</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. acc. rei, [[sprinkle]], [[strew over]], ἄνθος Χαλκοῦ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fist.</span>3</span>; ἄλευρα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>627b20</span>; κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>177</span>:—Med., <b class="b3">καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν</b> <b class="b2">on his own</b> head, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.21.3</span> (v.l. [[καταμησάμενος]]) <b class="b3">; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς</b> v.l. in <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>1.20</span>; τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>7</span>.</span>
|Definition=Att. καταπάττω, fut. <b class="b3">-άσω</b> [ᾰ] (v. infr.): aor. 1 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -έπᾰσα <span class="bibl">Men. 708</span>:—[[besprinkle]], [[bespatter with]], πάντα καταπάσω βουλευματίων <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>99</span>: usu. c. dat. rei, ἀψινθίῳ κ. μέλι Men. l. c.; <b class="b3">γῇ τὰς κεφαλὰς κ</b>. <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>10.25</span>: also abs., [[pour out]], κ. Χύδην <span class="bibl">Pherecr.168</span>:— Pass., καταπαττόμενος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>262</span>:—Med., <b class="b3">κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ</b> [[their own]] heads, v.l. in <span class="bibl">D.S.1.72</span>,<span class="bibl">91</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. acc. rei, [[sprinkle]], [[strew over]], ἄνθος Χαλκοῦ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fist.</span>3</span>; ἄλευρα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>627b20</span>; κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>177</span>:—Med., <b class="b3">καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν</b> [[on his own]] head, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.21.3</span> (v.l. [[καταμησάμενος]]) <b class="b3">; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς</b> v.l. in <span class="bibl">LXX<span class="title">Jb.</span>1.20</span>; τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:12, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάσσω Medium diacritics: καταπάσσω Low diacritics: καταπάσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: katapássō Transliteration B: katapassō Transliteration C: katapasso Beta Code: katapa/ssw

English (LSJ)

Att. καταπάττω, fut. -άσω [ᾰ] (v. infr.): aor. 1

   A -έπᾰσα Men. 708:—besprinkle, bespatter with, πάντα καταπάσω βουλευματίων Ar. Eq.99: usu. c. dat. rei, ἀψινθίῳ κ. μέλι Men. l. c.; γῇ τὰς κεφαλὰς κ. LXX 2 Ma.10.25: also abs., pour out, κ. Χύδην Pherecr.168:— Pass., καταπαττόμενος Ar.Nu.262:—Med., κ. τὰς κεφαλὰς πηλῷ their own heads, v.l. in D.S.1.72,91.    II c. acc. rei, sprinkle, strew over, ἄνθος Χαλκοῦ Hp.Fist.3; ἄλευρα Arist.HA627b20; κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ar.Nu.177:—Med., καταπασάμενος τῆς κεφαλῆς κόνιν on his own head, J.BJ2.21.3 (v.l. καταμησάμενος) ; γῆν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς v.l. in LXXJb.1.20; τῶν στρωμάτων ῥόδα πολλὰ κατεπέπαστο Luc.Asin.7.

German (Pape)

[Seite 1368] att. -πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.

Greek (Liddell-Scott)

καταπάσσω: Ἀττ., -ττω, μέλλ. -άσω·- πάσσω τι κατά τινος, καταρραντίζω, ἐπιπάσσω, «καταπασπαλίζω», πάντα καταπάσω βουλευματίων καὶ γνωμιδίων καὶ νοιδίων, συνετάχθη οὕτω διότι σημαίνει: πληρώσω, καταπληρώσω τινὰ διὰ τῶν…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 99· (Σουΐδ. «καταποικιλῶ, πληρώσω»), ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ. πράγμ., ἀψινθίῳ κ. μέλι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· γῇ τὰς κεφαλάς κατ. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 25)· μυρρίναις τὴν ὁδόν Εὐμάθ., πρβλ. κατάπαστος.- Παθ., καταπαττόμενος παιπάλη γενήσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 262.- Μέσ. καταπάττεσθαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ, τὰς ἰδίας των κεφαλάς, Διόδ. 1, 71. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιρρίπτω, ἄνθος χαλκοῦ Ἱππ. 884D· ἄλευρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 59· κατὰ τῆς τραπέζης κ. τέφραν Ἀριστοφ. Νεφ. 177.- Μέσ., καταπάττεσθαι τῆς κεφαλῆς κόνιν, κατὰ τῆς ἰδίας κεφαλῆς ῥίπτειν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21. 3· γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 20, διάφ. γραφ.).- Περὶ τοῦ Ἀππ. Καρχηδ. 129, ἴδε κατάσσω.

French (Bailly abrégé)

saupoudrer, répandre sur.
Étymologie: κατά, πάσσω.

Greek Monolingual

καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α)
1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.)
2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα
3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πάσσω «πασπαλίζω»].

Greek Monotonic

καταπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω,
I. καταρραντίζω ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., καταπαττόμενος, στον ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., επιρρίπτω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταπάσσω: атт. καταπάττω (fut. καταπάσω) посыпать, усыпать (ἄλευρα Arst.; τέφραν κατὰ τῆς τραπέζης Arph.; τὰς κεφαλὰς πηλῷ Diod.; перен. πάντα βουλευματίων καὶ γνωμιδίων Arph.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. -πάσω
I. to besprinkle or bespatter, Ar.:—Pass., καταπαττόμενος Ar.
II. c. acc. rei, to sprinkle or strew over, Ar.