πνευματισμός: Difference between revisions
(33) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pnevmatismos | |Transliteration C=pnevmatismos | ||
|Beta Code=pneumatismo/s | |Beta Code=pneumatismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[use of the breathing]], <span class="bibl">Eust.524.26</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:37, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A use of the breathing, Eust.524.26, al.
German (Pape)
[Seite 640] ὁ, das mit dem Hauche, spiritus, Bezeichnen, Schreiben, Aussprechen, Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτισμός: ὁ, ἡ χρῆσις τοῦ πνεύματος, δασείας δηλ. ἢ ψιλῆς (spiritus), Εὐστ. 524. 26, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
η χρήση τών πνευμάτων, δηλαδή της ψιλής και της δασείας
νεοελλ.
1. θεωρία, αλλά και πρακτική, η οποία βασίζεται στην πίστη ότι οι ψυχές τών νεκρών επικοινωνούν με τους ζωντανούς, συνήθως με την μεσολάβηση «ενδιαμέσων», τών μέντιουμ, μέσω φυσικών φαινομένων ή κατά τη διάρκεια μη φυσιολογικών διανοητικών καταστάσεων, ὁπως είναι η έκσταση
2. το σύνολο τών μέσων με τα οποία πραγματοποιείται η παραπάνω επικοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματίζω. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της, αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. spiritualisme και μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].