στομαχικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stomachikos | |Transliteration C=stomachikos | ||
|Beta Code=stomaxiko/s | |Beta Code=stomaxiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of the stomach</b>, πάθος <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.6</span>; συγκοπή Gal.7.128. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of the stomach</b>, πάθος <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.6</span>; συγκοπή Gal.7.128. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[disordered in the stomach]], Dsc.4.38, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.21.1</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>2.6</span>, etc.; οἱ σ. ἢ οἱ μελαγχολικοί Plu.2.732a. Adv. -κῶς Gal.8.368. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[good for the stomach]], Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.47.11</span>, Gal.6.451.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of the stomach, πάθος Aret.SD2.6; συγκοπή Gal.7.128. 2 disordered in the stomach, Dsc.4.38, Arr.Epict.3.21.1, Aret.CD2.6, etc.; οἱ σ. ἢ οἱ μελαγχολικοί Plu.2.732a. Adv. -κῶς Gal.8.368. 3 good for the stomach, Ruf. ap. Orib.8.47.11, Gal.6.451.
German (Pape)
[Seite 948] vom Magen, zum Magen gehörig. – Am Magen leidend; Plut. Symp. 8, 9, 2; Medic.; auch im adv.
Greek (Liddell-Scott)
στομᾰχῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν στόμαχον, πάθος Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6· συγκοπὴ Γαλην. 2) ὁ πάσχων τὸν στόμαχον, Διοσκ. 4. 38, Ἀρεταῖ., κλπ.· μνημονεύεται μετὰ τοῦ μελαγχολικός, Πλούτ. 2. 732Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l’estomac.
Étymologie: στόμαχος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στομαχικός, -ή, -όν ΝΜΑ στόμαχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ.
γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.)
2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση του στομάχου (α. «και ο πατέρας του ήταν στομαχικός» β. «οἱ στομαχικοὶ ἤ οἱ μελαγχολικοί», Πλούτ.)
3. κατάλληλος, ευεργετικός για τη λειτουργία του στομάχου (α. «στομαχικά βότανα» β. «ποτὸν στομαχικόν», Γαλ.).
Russian (Dvoretsky)
στομαχῐκός: желудочный Plut.