ἡλιώτης: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iliotis | |Transliteration C=iliotis | ||
|Beta Code=h(liw/ths | |Beta Code=h(liw/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, fem. ἡλῐ-ῶτις, poet. ἠελιῶτις, ιδος, (ἥλιος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of the sun</b>, ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>697</span>; ἠελιῶτις αἴγλη <span class="title">AP</span>7.601 (Jul.Aeg.); αὐγαί Paul.Al.<span class="title">M.</span>3; <b class="b3">οἱ ἡλιῶται</b> | |Definition=ου, ὁ, fem. ἡλῐ-ῶτις, poet. ἠελιῶτις, ιδος, (ἥλιος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of the sun</b>, ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>697</span>; ἠελιῶτις αἴγλη <span class="title">AP</span>7.601 (Jul.Aeg.); αὐγαί Paul.Al.<span class="title">M.</span>3; <b class="b3">οἱ ἡλιῶται</b> [[the inhabitants of the sun]], Luc.<span class="title">VH</span>1.17. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡλιῶτις, ἡ</b>, Ion. name for <b class="b2">the dawn</b>, EM440.55.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:34, 1 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. ἡλῐ-ῶτις, poet. ἠελιῶτις, ιδος, (ἥλιος)
A of the sun, ἀκτῖν' ἐς ἡλιῶτιν S.Tr.697; ἠελιῶτις αἴγλη AP7.601 (Jul.Aeg.); αὐγαί Paul.Al.M.3; οἱ ἡλιῶται the inhabitants of the sun, Luc.VH1.17. II ἡλιῶτις, ἡ, Ion. name for the dawn, EM440.55.
German (Pape)
[Seite 1163] ὁ, von der Sonne kommend, sie betreffend, von E. M. nur gebildet wegen ἀφηλιώτης. Bei Luc. V. H. 1, 17 Sonnenbewohner.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος· (ἥλιος)· ― ἀνήκων εἰς τὸν ἥλιον, ἀκτῖν’ ἐς ἡλιῶτιν Σοφ. Τρ. 697· ἡελιῶτις αἴγλη Ἀνθ. Π. 7. 601· οἱ ἡλιῶται, οἱ τοῦ ἡλίου κάτοικοι, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 17. ΙΙ. ἡλιῶτις, ἡ, Ἰων. ὄνομα τῆς σελήνης, ὡς θηλ. τοῦ ἥλιος, Ἐν. τῇ πόλει Κάρραις ὁ ἥλιος ἐλατρεύετο ὑπὸ τὸ ὄνομα Lunus, ὅπερ ἀρσεν. τοῦ Luna.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
solaire ; οἱ Ἡλιῶται LUC les habitants du soleil.
Étymologie: ἥλιος.
Greek Monolingual
ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν' ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.)
2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται
οι κάτοικοι του ήλιου
3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις
ιωνική ονομασία της αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο)- + κατάλ. -ωτης (πρβλ. νησι-ώτης, πατρι-ώτης).
ΣΥΝΘ. απηλιώτης].
Greek Monotonic
ἡλιώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ιῶτις, -ιδος (ἥλιος), αυτός που ανήκει στον ήλιο, Επικ. ἠελιῶτις αἴγλη, σε Ανθ.· οἱ ἡλιῶται, οι κάτοικοι του Ήλιου, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἡλιώτης, ου, ἥλιος
of the sun, epic ἠελιῶτις Anth.:— οἱ ἡλιῶται the inhabitants of the sun, Luc.