φορίνη: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=forini | |Transliteration C=forini | ||
|Beta Code=fori/nh | |Beta Code=fori/nh | ||
|Definition=[ῑ], ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[skin]] or <b class="b2">hide of pachydermatous animals</b>, esp. of [[swine]], Hp.<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>50, <span class="bibl">Ath.9.381c</span>, etc.; of the rhinoceros, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>17.44</span>; of the ox, <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; of the chamaeleon, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.33</span>; of the tortoise's [[shell]], dub. in S.<span class="title">Ichn.</span>303: also of | |Definition=[ῑ], ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[skin]] or <b class="b2">hide of pachydermatous animals</b>, esp. of [[swine]], Hp.<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>50, <span class="bibl">Ath.9.381c</span>, etc.; of the rhinoceros, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>17.44</span>; of the ox, <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; of the chamaeleon, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.33</span>; of the tortoise's [[shell]], dub. in S.<span class="title">Ichn.</span>303: also of [[human skin]], <span class="bibl">Antipho Soph.33</span>, <span class="bibl">Aristomen. 10</span>; metaph., <b class="b3">φ. παχεῖαν φέρων</b> 'thick-[[skinned]]', Plu.2.57a. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[fat]], νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. <span class="bibl">Herod. 4.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:35, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A skin or hide of pachydermatous animals, esp. of swine, Hp.Acut.(Sp.)50, Ath.9.381c, etc.; of the rhinoceros, Ael. NA17.44; of the ox, Eust.1915.13; of the chamaeleon, Ael.NA4.33; of the tortoise's shell, dub. in S.Ichn.303: also of human skin, Antipho Soph.33, Aristomen. 10; metaph., φ. παχεῖαν φέρων 'thick-skinned', Plu.2.57a. II fat, νενημένην χοῖρον πολλῆς φ. Herod. 4.16.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, 1) die Schwarte am Schweinefleisch, u. übh. die dicke Haut, Sp., στερεά Ael. H. A. 4, 33. – 2) übertr., die dicke Haut eines dummen Menschen, Dickfelligkeit, Unempfindlichkeit, B. A. 70.
Greek (Liddell-Scott)
φορίνη: [ῑ], ἡ, τὸ δέρμα ἢ ἡ δορὰ παχυδέρμων ζῴων, μάλιστα δὲ τοῦ χοίρου, Ἱππ. 404. 55, Ἀθήν. 381C, κλπ.· ἔνδυμα ἐκ τοιούτου δέρματος πεποιημένον, Πλούτ. 2. 57Α· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ῥινοκέρωτος, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 44· τοῦ βοός, Εὐστ. 1915, 13· τοῦ χαμαιλέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 33· ― ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δέρματος, Ἀντιφῶντος Ἀποσπ. 115, Ἀριστομένης ἐν «Γόησι» 6· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 peau épaisse et dure comme celle du rhinocéros ou du caméléon;
2 vêtement en peau épaisse.
Étymologie: DELG étym. non établie.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων
αρχ.
1. το δέρμα ορισμένων ψαριών
2. το κέλυφος της χελώνας
3. το ανθρώπινο δέρμα
4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ-ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ghwōr- της ΙΕ ρίζας ghwēr- «άγριο ζώο» (βλ. λ. θήρ, για το βραχύ φωνήεν του τ. φορίνη, πρβλ. λατ. fĕrus) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός επιθ. φόρινος, κατά παράλειψη του ουσ. σε φρ., όπως φορίνη χροιά ή φορίνη δορά, με σημ. «δέρμα άγριου ζώου» (για το επίθημα -ινος, -ίνη, πρβλ. πύξ-ινος, ῥητ-ίνη). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bher- «στέκομαι ψηλά, κράσπεδο, άκρη» και να συνδεθεί με το αρχ. ισλδ. borkr και το γερμ. Borke με σημ. «φλοιός, κόρα, τσόφλι», τα οποία προέρχονται από ρίζα bhreĝ- (επεκταμένη, με -g-, μορφή της ΙΕ ρίζας bher-)].
Russian (Dvoretsky)
φορίνη: (ῑ) ἠ кожа, одежда из (свиной) шкуры (φορίνην παχεῖαν φέρειν Plut.).
Frisk Etymology German
φορίνη: (ι)
{phorínē}
Grammar: f.
Meaning: ‘harte, rauhe Haut, bes. Schweineschwarte’ (Hp., Antipho Soph., Aristom.Kom. u.a.).
Etymology : Zur Bildung vgl. ῥητίνη und die zahlreichen Fisch- und Pflanzennamen u.a.m. auf -ινος, -ινη (Chantraine Form. 203 ff.). Ohne inner- od. außergriech. Entsprechung. Eine entfernte Ähnlichkeit zeigt ein german. Wort für rauhe, äußere Rinde, z.B. awno. bǫrkr, nd. (>nhd.) Borke; s. Persson Beitr. 1, 22 A. 2, wo auch awno. bāra f. (idg. bhēr-) Wellenkamm, harter Streifen an der Oberfläche, Käsekruste herangezogen wird. Morphologische Erwägungen bei Specht Ursprung 165.
Page 2,1036