πορεύσιμος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poreysimos | |Transliteration C=poreysimos | ||
|Beta Code=poreu/simos | |Beta Code=poreu/simos | ||
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>6.83c</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that may be crossed, passable</b>, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.16</span>; <b class="b3">εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ</b> ib.<span class="bibl">18</span>; π. ἦν τὸ… πέλαγος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>24e</span>; [θύραι] ἀνθρώποις π. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>3</span>; παρεχέτωσαν… π. τὰς ὁδούς <span class="title">OGI</span>483.30 (Pergam.): in neut., <b class="b3">[ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον</b> by which it was | |Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>6.83c</span>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that may be crossed, passable</b>, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.16</span>; <b class="b3">εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ</b> ib.<span class="bibl">18</span>; π. ἦν τὸ… πέλαγος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>24e</span>; [θύραι] ἀνθρώποις π. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>3</span>; παρεχέτωσαν… π. τὰς ὁδούς <span class="title">OGI</span>483.30 (Pergam.): in neut., <b class="b3">[ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον</b> by which it was [[possible to pass]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1046</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Act., [[able to go]] or [[travel]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>981d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[able to carry]], <b class="b3">π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις</b>, of the sea, Plu.2.86e.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:53, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, also η, ον Them.Or.6.83c:—
A that may be crossed, passable, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο X.Cyr.7.5.16; εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ ib.18; π. ἦν τὸ… πέλαγος Pl.Ti.24e; [θύραι] ἀνθρώποις π. Porph.Antr.3; παρεχέτωσαν… π. τὰς ὁδούς OGI483.30 (Pergam.): in neut., [ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον by which it was possible to pass, E.El.1046. II Act., able to go or travel, Pl.Epin.981d. 2 able to carry, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, of the sea, Plu.2.86e.
German (Pape)
[Seite 682] ον, gangbar, wegsam, ὁδός, Eur. El. 1046; τότε πορεύσιμον ἦν τὸ πέλαγος, Plat. Tim. 24 e; Xen. Cyr. 7, 5, 16. – Auch alt., fähig zu reisen, zu gehen, im Ggstz von μόνιμος, Plat. Epinom. 981 d; Plut. de cap. util. ex host. p. 270 sagt πορεύσιμον ὄχημα = πορεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
πορεύσιμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, (πορεύω) ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, διαβατός, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίνετογ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 16· εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ αὐτόθι 18· π. ἦν τό... πέλαγος Πλάτ. Τίμ. 24Ε· ― ἐν τῷ οὐδ. [ὁδόν], ἥνπερ ἦν πορεύσιμον, δι’ ἧς ἦτο δυνατὸν νὰ διέλθῃ τις, Εὐρ. Ἡλ. 1046. ΙΙ. ἐνεργ., ἱκανὸς νὰ πορευθῇ ἢ ταξιδεύσῃ, Πλάτ. Ἐπιν. 981D. 2) ἱκανὸς νὰ φέρῃ ἢ μεταφέρῃ, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 86Ε.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 où l’on peut passer, praticable, accessible;
2 qui peut transporter.
Étymologie: πορεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο / πορεύσιμος, -ον, θηλ. και -ίμη, ΝΑ
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῦ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.)
αρχ.
1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα καὶ ὅσα μόνιμα», Πλάτ.)
2. ικανὸς να μεταφέρει κάτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορεύσιμον
η δυνατότητα διέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. στρατεύ-σιμος)].
Greek Monotonic
πορεύσιμος: -ον και -η, -ον, αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, να διασχιστεί, διαβατός, προσπελάσιμος, σε Ξεν.· λέγεται για δρόμο, διαβατός, ομαλός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πορεύσῐμος:
1) (удобо)проходимый (τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ Xen.);
2) способный передвигаться (πάντα ὅσα πορεύσιμα Plat.);
3) пригодный для перевозки, служащий целям передвижения (ὄχημα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορεύσιμος -ον [πορεύω] pass. begaanbaar: onpers. n.. ἐτρέφθην ᾕπερ ἦν πορεύσιμον ik sloeg de enige weg in waarlangs het begaanbaar was Eur. El. 1046. act. in staat te gaan.
Middle Liddell
πορεύσιμος, ον,
that may be crossed, passable, Xen.:—of a road, possible to pass, Eur.