ὁμορέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoreo | |Transliteration C=omoreo | ||
|Beta Code=o(more/w | |Beta Code=o(more/w | ||
|Definition=Ion. ὁμουρέω (also <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ion. ὁμουρέω (also <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[PLond ined]].<span class="bibl">2850.26</span> (ii B.C.)), [[to be]] <b class="b3">ὅμορος</b>, <b class="b2">border upon, march with</b>, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι <span class="bibl">Hdt.2.33</span>, cf. <span class="bibl">7.123</span>, <span class="bibl">Hecat.163</span>, <span class="bibl">204</span>, <span class="bibl">207</span> J., etc. ; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., <b class="b3">τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος</b> [[adjacent]] portions... <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span> (but οἱ -οῦντες [[neighbours]], [[Sent]]. <span class="bibl">40</span>) ; -οῦσα γῆ <span class="bibl"><span class="title">PAmh.</span> 2.68.56</span>(i A. D.), cf. <span class="title">PLond.</span>l.c. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">cohabit, have intercourse with</b>, <b class="b3">ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ</b>, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα <span class="title">SIG</span>1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:19, 1 July 2020
English (LSJ)
Ion. ὁμουρέω (also
A PLond ined.2850.26 (ii B.C.)), to be ὅμορος, border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt.2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc. ; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος adjacent portions... Epicur. Ep.2p.51U. (but οἱ -οῦντες neighbours, Sent. 40) ; -οῦσα γῆ PAmh. 2.68.56(i A. D.), cf. PLond.l.c. II cohabit, have intercourse with, ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα SIG1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)
German (Pape)
[Seite 339] ion. ὁμουρέω, angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμορέω: Ἰων. ὁμουρέω, εἶμαι ὅμορος, γειτνιάζω, συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, Ἑκαταῖος 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ πλησιάζω, ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner, être limitrophe de, τινι.
Étymologie: ὅμορος.
Greek Monolingual
ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) όμορος
1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω
2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁμοροῡντες
οι γείτονες.
Greek Monotonic
ὁμορέω: Ιων. ὁμουρέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, βρίσκομαι επάνω στα σύνορα, γειτνιάζω (οἱ Κελτοὶ) ὁμουρέουσι Κυνησίοισι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμορέω: ион. ὁμουρέω граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).
Middle Liddell
ὁμορέω,
ionic ὁμουρέω, fut. -ήσω to border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from ὅμορος