ἐκπέραμα: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekperama | |Transliteration C=ekperama | ||
|Beta Code=e)kpe/rama | |Beta Code=e)kpe/rama | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[coming out of]], δωμάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>655</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A coming out of, δωμάτων A.Ch.655.
German (Pape)
[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.
Spanish (DGE)
(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό
salida τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio A.Ch.655.
Greek Monolingual
ἐκπέραμα, το (Α)
το να περάσει, να έλθει κάποιος.
Greek Monotonic
ἐκπέρᾱμα: τό, πέρασμα, έξοδος από..., δωμάτων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέρᾱμα: ατος τό выход: τρίτον τόδ᾽ ἐ. δωμάτων καλῶ Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома.
Middle Liddell
ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,
a coming out of, δωμάτων Aesch. [from ἐκπεράω