ὑψίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsikrimnos
|Transliteration C=ypsikrimnos
|Beta Code=u(yi/krhmnos
|Beta Code=u(yi/krhmnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with high crags</b>, Μίμας <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>6.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[built on a high crag]], πόλισμα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>421</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>32</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with high crags]], Μίμας <span class="bibl">Hom.<span class="title">Epigr.</span>6.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[built on a high crag]], πόλισμα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>421</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>32</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:46, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκρημνος Medium diacritics: ὑψίκρημνος Low diacritics: υψίκρημνος Capitals: ΥΨΙΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíkrēmnos Transliteration B: hypsikrēmnos Transliteration C: ypsikrimnos Beta Code: u(yi/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5.    II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].

Greek Monotonic

ὑψίκρημνος: -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ.
II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίκρημνος:
1) с высокими кручами, обрывистый (Μίμας Hom.);
2) расположенный на высокой скале (πόλισμα Aesch.).

Middle Liddell

ὑψί-κρημνος, ον,
I. with high crags, of a mountain, Hom. Epigram.
II. of towns, built on a high crag, Aesch.