εὐτείχεος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efteicheos
|Transliteration C=efteicheos
|Beta Code=eu)tei/xeos
|Beta Code=eu)tei/xeos
|Definition=ον, (τεῖχος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-walled</b>, Τροίη <span class="bibl">Il.1.129</span>, etc.</span>
|Definition=ον, (τεῖχος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[well-walled]], Τροίη <span class="bibl">Il.1.129</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:53, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχεος Medium diacritics: εὐτείχεος Low diacritics: ευτείχεος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΕΟΣ
Transliteration A: euteícheos Transliteration B: euteicheos Transliteration C: efteicheos Beta Code: eu)tei/xeos

English (LSJ)

ον, (τεῖχος)

   A well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Autenrieth)

metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

Greek Monolingual

εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).

Middle Liddell

εὐ-τείχεος, ον τεῖχος
well-walled, Il.