μαρίλη: Difference between revisions
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[glowing ashes]], opposed to <b class="b3">ἄνθραξ</b> [[glowing coals]] and <b class="b3">σποδός</b>, <b class="b3">-ιά</b> [[ashes]] (IA.);<br />Other forms: (Arist. also <b class="b3">σμ-</b>.) Photius cites a form <b class="b3">μαρείνη</b> which he connects with <b class="b3">μαραίνω</b>.<br />Compounds: <b class="b3">μαριλο- καύτης</b> | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[glowing ashes]], opposed to <b class="b3">ἄνθραξ</b> [[glowing coals]] and <b class="b3">σποδός</b>, <b class="b3">-ιά</b> [[ashes]] (IA.);<br />Other forms: (Arist. also <b class="b3">σμ-</b>.) Photius cites a form <b class="b3">μαρείνη</b> which he connects with <b class="b3">μαραίνω</b>.<br />Compounds: <b class="b3">μαριλο- καύτης</b> [[charcoal-burner]] (S.; Fraenkel Nom. ag. 1, 13).<br />Derivatives: Diminutive <b class="b3">μαρύλλια</b> pl. (P.Leid. <b class="b3">Χ</b>. 56; after the dimin. in <b class="b3">-ύλλιον</b>); <b class="b3">μαριλ-εύω</b> <b class="b2">change into glowing ashes, burn coals</b> with <b class="b3">-ευτής</b> (Poll.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">μυστίλη</b>, <b class="b3">ζωμ-ίλη</b>, <b class="b3">στροβ-ίλη</b> (<b class="b3">-ιλος</b>) etc. (Chantraine Form. 249); the [[ī]] may belong to the stem, s. on [[μαρμαίρω]]. The form with <b class="b3">σμ-</b> shows thatthe word is Pre-Greek. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A embers of charcoal, coal-dust (= ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα Sch.Ar.Ach.349; = ἀμαυρὸν πῦρ, ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, Com.Adesp.443; μ. ἀνθράκων Hippon.71, cf.Ar.Ach.350: distd. from ἄνθρακες (charcoal) and σποδιή (ashes) by Hp.Mul.2.133; hot embers, Ruf. ap. Orib.4.2.20; λεπτῆς μ. Arist.Pr.967b5; χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.Or.7.233b: hence, ὦ Μᾰρῑλάδη O son of Coaldust! comic name of an Acharnian collier, Ar.Ach.609.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρίλη: ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, (ἴσως ἐκ τοῦ μαίρω, μαρμαίρω): - ἡ μὴ καεῖσα κόνις τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - ἐντεῦθεν, ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. ὄνομα ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
petit charbon, braise ; cendre brûlante.
Étymologie: DELG μαρμαίρω.
Par. σποδός, ἄνθραξ.
Greek Monolingual
η (Α μαρίλη και μαρίλα)
1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται
2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη
νεοελλ.
λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας
αρχ.
διάπυρη τέφρα, χόβολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις μαρίλη και μαριεύς πιθ. έχουν παραχθεί από το θ. του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μαρίλη, που διορθώθηκε σε μαρείνη, συνδέεται με το ρ. μαραίνω.
Greek Monotonic
μᾰρίλη: [ῑ], ἡ, θράκα με ξυλοκάρβουνα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὦΜᾰρῑλάδη, ω γιε της Καρβουνόσκονης! κωμικό όνομα ενός ανθρακωρύχου από τις Αχαρνές, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
μᾰρίλη: (ῑ) ἡ тлеющие уголья, жар Arph., Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: glowing ashes, opposed to ἄνθραξ glowing coals and σποδός, -ιά ashes (IA.);
Other forms: (Arist. also σμ-.) Photius cites a form μαρείνη which he connects with μαραίνω.
Compounds: μαριλο- καύτης charcoal-burner (S.; Fraenkel Nom. ag. 1, 13).
Derivatives: Diminutive μαρύλλια pl. (P.Leid. Χ. 56; after the dimin. in -ύλλιον); μαριλ-εύω change into glowing ashes, burn coals with -ευτής (Poll.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μυστίλη, ζωμ-ίλη, στροβ-ίλη (-ιλος) etc. (Chantraine Form. 249); the ī may belong to the stem, s. on μαρμαίρω. The form with σμ- shows thatthe word is Pre-Greek.
Middle Liddell
μᾰρί¯λη, ἡ,
the embers of charcoal, Ar.
Frisk Etymology German
μαρίλη: {marílē}
Forms: (Arist. auch σμ-)
Grammar: f.
Meaning: glühende Asche, im Gegensatz zu ἄνθραξ Glutkohle und σποδός, -ιά Asche (ion. att.);
Composita : μαριλοκαύτης Kohlenbrenner (S.; Fraenkel Nom. ag. 1, 13).
Derivative: Deminutivum μαρύλλια pl. (P.Leid. Χ. 56; nach den Demin. auf -ύλλιον); μαριλεύω in glühende Asche verwandeln, Kohlen verbrennen mit -ευτής (Poll.).
Etymology : Bildung wie μυστίλη, ζωμίλη, στροβίλη (-ιλος) usw. (Chantraine Form. 249); das ī kann zum Stammgehören, s. zu μαρμαίρω.
Page 2,175-176