καινότροπος: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
(2b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainotropos
|Transliteration C=kainotropos
|Beta Code=kaino/tropos
|Beta Code=kaino/tropos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">new-fashioned, unusual</b>, <b class="b3">μῦθος</b> [E.]<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>1132.49</span> (lyr.); Χειμών <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.90</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[new-fashioned]], [[unusual]], <b class="b3">μῦθος</b> [E.]<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>1132.49</span> (lyr.); Χειμών <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.90</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινότροπος Medium diacritics: καινότροπος Low diacritics: καινότροπος Capitals: ΚΑΙΝΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: kainótropos Transliteration B: kainotropos Transliteration C: kainotropos Beta Code: kaino/tropos

English (LSJ)

ον,

   A new-fashioned, unusual, μῦθος [E.]Fr.1132.49 (lyr.); Χειμών App.BC5.90.

German (Pape)

[Seite 1295] von neuer, ungewöhnlicher Art, fremdartig; Eust.; μῦθος Eur. fr. Dan. 49.

Greek (Liddell-Scott)

καινότροπος: -ον, ἀσυνήθης, παράδοξος, τίς ὁ καινότροπος οὗτος μῦθος κατ’ ἐμὰν ἦκεν ἀκοάν; μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποσπ. Εὐριπ. (Δαν. 49;)· χειμῶνι τῶν πώποτε μάλιστα καινοτρόπῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90· τραγῳδία... καινότροπος Εὐστ. Πονημάτ. 269. 39. - Ἐπίρρ. καινοτρόπως, Νικ. Χων. σ. 402. 19, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καινότροπος, -ον)
αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, παράδοξο τρόπο, ασυνήθιστος, αλλόκοτοςτραγῳδία... καινότροπος», Ευστ.).
επίρρ...
καινοτρόπως και -α (Μ καινοτρόπως)
με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ιδιό-τροπος, πολύ-τροπος].

Russian (Dvoretsky)

καινότροπος: нового рода, необычный (μῦθος Eur.).