στρεύγω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=streygo | |Transliteration C=streygo | ||
|Beta Code=streu/gw | |Beta Code=streu/gw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[distress]], [[pain]], Hsch.; but in Ep. used in Pass., [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[distress]], [[pain]], Hsch.; but in Ep. used in Pass., to [[be exhausted]] or [[worn out]], [[weary oneself]], δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι <span class="bibl">Il.15.512</span>, cf. <span class="bibl">A.R.4.1058</span>; δηθὰ σ. ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ <span class="bibl">Od.12.351</span>; <b class="b3">ἄσθματι σ</b>. <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>93</span>; σ. καμάτοισι <span class="bibl">A.R.4.384</span>; νούσῳ <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span> 68</span>: abs., [[to be distressed]], [[suffer distress]] or [[pain]], <span class="bibl">A.R.4.621</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 291</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:00, 2 July 2020
English (LSJ)
A distress, pain, Hsch.; but in Ep. used in Pass., to be exhausted or worn out, weary oneself, δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Il.15.512, cf. A.R.4.1058; δηθὰ σ. ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ Od.12.351; ἄσθματι σ. Tim.Pers.93; σ. καμάτοισι A.R.4.384; νούσῳ Call.Cer. 68: abs., to be distressed, suffer distress or pain, A.R.4.621, Nic.Al. 291.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «στραγγίζω, ἐξαντλῶ»
2. μτφ. στενοχωρώ, προξενώ λύπη
3. (κυρίως παθ.) στρεύγομαι
α) αποβάλλομαι με τη μορφή σταγόνων μετά από πίεση, στραγγίζομαι
β) μτφ. i) εξαντλούμαι, εξασθενώ
ii) θλίβομαι, ταλαιπωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ωστόσο έχει συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και Βαλτο-Σλαβικής με σημ. «χτυπώ, κακομεταχειρίζομαι»: αρχ. νορβ. strjūka, αγγλοσαξ. stroccian, ρωσ. strogatĭ και λεττον. strūgains. Σύμφωνα με τη σημ. τών προηγούμενων τ., η χρήση του στρεύγω, -ομαι «στενοχωρώ» και «στραγγίζομαι, εξαντλούμαι» θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταφορική].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεύγω, pass. uitgeput raken, wegkwijnen.