δίσκουρα: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diskoura | |Transliteration C=diskoura | ||
|Beta Code=di/skoura | |Beta Code=di/skoura | ||
|Definition=τά, (οὖρος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τά, (οὖρος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[quoit's cast]], as a measure of distance, ἐς δίσκουρα λέλειπτο <span class="bibl">Il.23.523</span>:—also δισκ-ούρια, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:09, 3 July 2020
English (LSJ)
τά, (οὖρος)
A quoit's cast, as a measure of distance, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Il.23.523:—also δισκ-ούρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 643] τά (οὖρον), die Wurfweite des Diskus; Homer einmal, Iliad. 23, 523 ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben; vgl. vs. 431, wo statt δίσκουρα aufgelös't δίσκου οὖρα steht, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian. zu vs. 523 u. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 13. Vgl. ἐπίουρα. – Bei Hesych. δισκούρια.
Greek (Liddell-Scott)
δίσκουρα: τά, (οὖρος) δίσκου βολή, ὡς μέτρον ἀποστάσεως, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Ἰλ. Ψ. 523· ἀναλυόμενον εἰς τὸ δίσκου οὖρα αὐτόθι 431· πρβλ. οὖρον.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
portée du disque : ἐς δίσκουρα IL à la distance d’un jet de disque.
Étymologie: δίσκος, οὖρον.
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Alolema(s): δισκούρια Hsch.
tiro de disco ἐς δ. tanto como un tiro de disco, Il.23.523, cf. Apollon.Lex.986, Hsch.
Greek Monolingual
δίσκουρα, τα (Α)
βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. του ούρου «διάστημα, απόσταση»].
Greek Monotonic
δίσκουρα: τά (οὖρος), βολή, ρίξιμο δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δίσκουρα: τά расстояние брошенного диска Hom.
Middle Liddell
δίσκ-ουρα, τά, n οὖρος
a quoit's cast, as a measure of distance, Il.