ὀχεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀχεῖον:''' τό самец-производитель Arst., Plut.
|elrutext='''ὀχεῖον:''' τό самец-производитель Arst., Plut.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[stallion]]
}}
}}

Revision as of 14:00, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχεῖον Medium diacritics: ὀχεῖον Low diacritics: οχείον Capitals: ΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: ocheîon Transliteration B: ocheion Transliteration C: ocheion Beta Code: o)xei=on

English (LSJ)

τό,

   A male animal kept for breeding, stallion, Arist.HA572a14, GA748a27, Str. 16.2.10, Plu.Lyc.15; cock, Arist.GA730a11; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα A. Fr.194.    2 γείτονας τοῦ ὀχείου Lycurg.Fr.26 (expld. conjecturally by Harp. as a place ἐν ᾧ ὀχεῖαι γίνονται κτηνῶν ἢ ὀχήματα μισθοῦται).    II (ὀχέω) = ὄχημα 11, ὄχος, Din.Fr.64.2.    2 anchor, Trag. Adesp.251 (ap. Theognost.Can.128).

German (Pape)

[Seite 428] τό, 1) das männliche Thier, das zur Zucht gehalten wird, Beschäler, Zuchthengst, Zuchtstier, Zuchtbock, τὰ ὀχεῖα ἐκ τῶν θηλειῶν οὐκ ἐξαίρουσι, Arist. H. A. 6, 18, öfter; auch der Hahn, gen. an. 1, 21. – 2) der Ort für diese Thiere, Gestüt, Lycurg. bei Harpocrat. – 3) (von ὀχέω) = ὄχος, ὄχημα; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα, Aesch. frg. 180; Dinarch. bei Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεῖον: τό, (ὀχεύω) ζῷον ἄρρεν τρεφόμενον ὅπως βατεύῃ τὰ θήλεα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ἀλεκτρυών, αὐτόθι 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον ὀχεῖον, δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ τόπος ἔνθα γίνεται ὀχεία, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. (ὀχέω), = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Δείναρχ. αὐτόθι. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étalon, animal.
Étymologie: ὀχεύω.

Greek Monolingual

(I)
ὀχεῑον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (Ι)]
1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῑς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.)
2. κόκορας
3. τόπος κατάλληλος για οχεία.
(II)
ὀχεῑον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]
1. η άγκυρα
2. ὄχος, ὄχημα.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεῖον: τό самец-производитель Arst., Plut.

English (Woodhouse)

stallion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)