ὑψηλόφρων: Difference between revisions
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψηλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[high]]-[[minded]], [[high]]-[[spirited]], [[haughty]], Eur., Plat. | |mdlsjtxt=ὑψηλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[high]]-[[minded]], [[high]]-[[spirited]], [[haughty]], Eur., Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[puffed up]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A high-minded, high-spirited, ἀνήρ Pl.R.550b; haughty, θυμός E.IA 919.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ φρονῶν, ὁ ὑψηλὸν φρόνημα ἔχων, ὑψηλόνους, ἀνὴρ Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, θυμὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 919.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a des sentiments élevés ou de grandes pensées;
2 en mauv. part qui a une haute opinion de soi, hautain, orgueilleux.
Étymologie: ὑψηλός, φρήν.
Greek Monolingual
-ον / ὑψηλόφρων, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. υψηλόφρονας Ν, και ὑψηλόφρονος, -ον, Α
αυτός που έχει υψηλά φρονήματα
μσν.-αρχ.
υπερήφανος, αλαζόνας («ὑψηλόφρων μοι θυμὸς αἴρεται πρόσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), υψηλόφρων, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερήφανος, αγέρωχος, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλόφρων: 2, gen. ονος
1) горделивый, гордый (θυμός Eur.);
2) возвышенного образа мыслей (ἀνήρ Plat.).
Middle Liddell
ὑψηλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
high-minded, high-spirited, haughty, Eur., Plat.