ἱππασία: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱππᾰσία, ἡ, [[ἱππάζομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[riding]], [[horse]]-[[exercise]], Ar., Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[chariot]]-[[driving]], Luc. | |mdlsjtxt=ἱππᾰσία, ἡ, [[ἱππάζομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[riding]], [[horse]]-[[exercise]], Ar., Xen.<br /><b class="num">2.</b> [[chariot]]-[[driving]], Luc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[horsemanship]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A riding, horse-exercise, Ar.Ach.1165 (lyr.); ἱ. ποιεῖσθαι,= ἱππάζεσθαι, to take a ride, X.Eq.8.9, cf. An.2.5.33; ἱ. ἱππάσασθαι Id.Oec.11.17; horsemanship, Id.An.2.5.33; as a subject of competition, IG7.3087 (Lebad.). 2 chariot-driving, Luc. DDeor.12.1, etc. II cavalry, Arr.An.4.4.7.
German (Pape)
[Seite 1258] ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσθαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππᾰσία: ἡ, (ἱππάζομαι) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ γύμνασις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, ἁρματηλασία, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manœuvre de cavalerie;
2 action de conduire des chevaux ou une voiture.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Greek Monolingual
η (Α ἱππασία) ιππάζομαι
1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς
2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
μια θέση του σώματος στην ενόργανη γυμναστική
αρχ.
1. παρέλαση ιππικού
2. αρματηλασία
3. το ιππικό («ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους», Αρρ.)
4. επιγρ. ιππικοί αγώνες.
Greek Monotonic
ἱππᾰσία: ἡ (ἱππάζομαι)·
1. το ιππεύειν, ιππευτική άσκηση, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. οδήγηση άρματος, αρματηλασία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππᾰσία: ἡ
1) верховая езда (οἴκαδ᾽ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; σῶμα ἔποχον ταῖς ἱππασίαις Plut.): τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. ездить верхом;
2) управление лошадьми или колесницей Luc.
Middle Liddell
ἱππᾰσία, ἡ, ἱππάζομαι
1. riding, horse-exercise, Ar., Xen.
2. chariot-driving, Luc.