Θεσσαλικός: Difference between revisions
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Θεσσᾰλικός:''' атт. Θεττᾰλικός 3 фессалийский Her., Plat. etc. | |elrutext='''Θεσσᾰλικός:''' атт. Θεττᾰλικός 3 фессалийский Her., Plat. etc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[Thessalian]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 4 July 2020
English (LSJ)
Att. Θεττ-, ή, όν, Thessalian: Θ. ἕδος, a sort of
A chair or couch, Hp.Art.7; ὄρεα Hdt.7.128; δίφρος Eup.58, cf. Poll.7.112; Θ. ἔνθεσις Hermipp. 41; Θ. δεῖπνα Ar.Fr.492, cf. Antiph. 34.3. Adv. -κῶς Crates Com. 19. 2 of the Thessalian dialect, ἔθος A.D.Synt.214.6; διαίρεσις ib.50.9. Adv. -κῶς Id.Pron.109.1: Comp. -ώτερον Id.Synt.159.9.
Greek (Liddell-Scott)
Θεσσαλικός: Ἀττ. Θεττ-, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Θεσ. ἕδος, εἶδος καθίσματος ἢ ἀνακλίντρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· δίφρος Εὔπολ. ἐν Αὐτ. 6· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 112· Θ. ἔνθεσις, Θετταλικὰ δεῖπνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 413· ἐπειδὴ ἡ Θεσσαλικὴ λαιμαργία ἦτο παροιμιώδης, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Συντρ. 1, Ἀθήν. 418Β κἑξ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κράτης ἐν Λαμ. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Thessalie, thessalien.
Étymologie: Θεσσαλία.
Russian (Dvoretsky)
Θεσσᾰλικός: атт. Θεττᾰλικός 3 фессалийский Her., Plat. etc.