πολυκέφαλος: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-κέφᾰλος, ον, [[κεφαλή]]<br />[[many]]-headed, Plat. | |mdlsjtxt=πολῠ-κέφᾰλος, ον, [[κεφαλή]]<br />[[many]]-headed, Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[with many heads]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A many-headed, θηρίον Pl.R. 588c; σοφιστής Id.Sph.240c, cf. Arist.GA769b27; of plants, interpol. in Dsc.2.152; π. στρέβλα (with allusion to Pl.R.l.c.) LXX 4 Ma. 7.14; νόμος π., a celebrated air on the flute, so called from its expressing the hissing of the serpents round the Gorgon's head, Plu.2.1133d.
German (Pape)
[Seite 664] vielköpfig; θηρίον, Plat. Rep. IX, 588 c; σοφιστής, Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; νόμος, Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκέφᾰλος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, Πλάτ. Πολ. 588C, Σοφ. 240C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 33· νόμος π., περίφημόν τι μέλος παιζόμενον διὰ τοῦ αὐλοῦ, οὕτω κληθὲν ὡς ἀπομιμούμενον τὸν συριγμὸν τῶν ὄφεων περὶ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος, Πλούτ. 2. 1133D, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 12. 23· ἐπὶ σκορόδου, Διοσκ. 2. 181 (182).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup de têtes : πολυκέφαλος νόμος PLUT sorte de rythme pour reproduire sur la flûte le sifflement des serpents de la Gorgone.
Étymologie: πολύς, κεφαλή.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ.
β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα»)
αρχ.
φρ. «νόμος πολυκέφαλος» — περίφημη μελωδία του αυλού που αποδιδόταν στην Αθηνά, ήταν απομίμηση τών συριγμών τών φιδιών που υπήρχαν γύρω από το κεφάλι τών Γοργόνων και καθιερώθηκε από τον Απόλλωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μακρο-κέφαλος.
Greek Monotonic
πολῠκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκέφαλος -ον [πολύς, κεφαλή] veelkoppig:. πολυκέφαλα ζῷα veelkoppige wezens Luc. 13.3.
Russian (Dvoretsky)
πολυκέφᾰλος: многоголовый (θηρίον Plat.): π. νόμος Plut. многоголовый напев (подражание на флейте шипению змей Горгоны).
Middle Liddell
πολῠ-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
many-headed, Plat.